Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (30.1-30.4)


[30.1] Λέγουσι δὲ πρεσβείας Ἀθήναζε περὶ τούτων ἐκ Λακεδαίμονος ἀφιγμένης, καὶ τοῦ Περικλέους νόμον τινὰ προβαλομένου κωλύοντα καθελεῖν τὸ πινάκιον ἐν ᾧ τὸ ψήφισμα γεγραμμένον ἐτύγχανεν, εἰπεῖν Πολυάλκη τῶν πρέσβεών τινα· «σὺ δὲ μὴ καθέλῃς, ἀλλὰ στρέψον εἴσω τὸ πινάκιον· οὐ γὰρ ἔστι νόμος ὁ τοῦτο κωλύων». κομψοῦ δὲ τοῦ λόγου φανέντος, οὐδέν τι μᾶλλον ὁ Περικλῆς ἐνέδωκεν. [30.2] ὑπῆν μὲν οὖν τις ὡς ἔοικεν αὐτῷ καὶ ἰδία πρὸς τοὺς Μεγαρεῖς ἀπέχθεια, κοινὴν δὲ καὶ φανερὰν ποιησάμενος αἰτίαν κατ᾽ αὐτῶν, ἀποτέμνεσθαι τὴν ἱερὰν ὀργάδα, γράφει ψήφισμα κήρυκα πεμφθῆναι πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς Λακεδαιμονίους τὸν αὐτόν, κατηγοροῦντα τῶν Μεγαρέων. [30.3] τοῦτο μὲν οὖν τὸ ψήφισμα Περικλέους ἐστὶν εὐγνώμονος καὶ φιλανθρώπου δικαιολογίας ἐχόμενον· ἐπεὶ δ᾽ ὁ πεμφθεὶς κῆρυξ Ἀνθεμόκριτος αἰτίᾳ τῶν Μεγαρέων ἀποθανεῖν ἔδοξε, γράφει ψήφισμα κατ᾽ αὐτῶν Χαρῖνος, ἄσπονδον μὲν εἶναι καὶ ἀκήρυκτον ἔχθραν, ὃς δ᾽ ἂν ἐπιβῇ τῆς Ἀττικῆς Μεγαρέων, θανάτῳ ζημιοῦσθαι, τοὺς δὲ στρατηγοὺς ὅταν ὀμνύωσι τὸν πάτριον ὅρκον ἐπομνύειν, ὅτι καὶ δὶς ἀνὰ πᾶν ἔτος εἰς τὴν Μεγαρικὴν εἰσβαλοῦσι· ταφῆναι δ᾽ Ἀνθεμόκριτον παρὰ τὰς Θριασίας πύλας, αἳ νῦν Δίπυλον ὀνομάζονται. [30.4] Μεγαρεῖς δὲ τὸν Ἀνθεμοκρίτου φόνον ἀπαρνούμενοι, τὰς αἰτίας εἰς Ἀσπασίαν καὶ Περικλέα τρέπουσι, χρώμενοι τοῖς περιβοήτοις καὶ δημώδεσι τούτοις ἐκ τῶν Ἀχαρνέων στιχιδίοις·
πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μεγάραδε
νεανίαι κλέπτουσι μεθυσοκότταβοι·
κἆθ᾽ οἱ Μεγαρῆς ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι
ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνας δύο.


Αθηναίοι και Μεγαρείς
[30.1] Όταν ήρθε στην Αθήνα πρεσβεία από τη Σπάρτη να συζητήσει γι᾽ αυτά, επειδή ο Περικλής, προφασιζόταν ότι υπάρχει νόμος που απαγορεύει να κατεβάσουν από τη θέση της την πλάκα με το «μεγαρικό ψήφισμα», λένε πως ο Πολυάλκης, ένας από τους αποσταλμένους της Σπάρτης, του είπε: «Εσύ μην την κατεβάσεις λοιπόν, αλλά γύρισε από την άλλη μεριά την πλάκα· αυτό δεν υπάρχει νόμος που να το εμποδίζει». Ο λόγος φάνηκε έξυπνος, αλλά ο Περικλής δεν υποχώρησε. [30.2] Φαίνεται πως είχε και κάποιαν ιδιαίτερη εχθρότητα προς τους Μεγαρείς. Πάντως επίσημα καί φανερά τους κατηγορούσε γιατί καταπάτησαν ένα μέρος από τα «ιερά λιβάδια» και πρότεινε ψήφισμα να στείλουν οι Αθηναίοι έναν κήρυκα σ᾽ αυτούς και τον ίδιον κήρυκα στη Σπάρτη, για να κατηγορήσει από μέρος τους τους Μεγαρείς. [30.3] Αυτό βέβαια το ψήφισμα του Περικλή είχε μια λογική και φιλάνθρωπη βάση. Αλλά, όταν ο κήρυκας Ανθεμόκριτος που έστειλαν οι Αθηναίοι θανατώθηκε και θεωρήθηκαν ως αίτιοι γι᾽ αυτό το έγκλημα οι Μεγαρείς, ο Αθηναίος πολίτης Χαρίνος προτείνει το ακόλουθο ψήφισμα που εγκρίνεται από την εκκλησία του δήμου: «Άσπονδη και ασυμφιλίωτη να είναι η έχθρα μας προς τους Μεγαρείς· όποιος απ᾽ αυτούς πατήσει το πόδι του στην Αττική να τιμωρείται με θάνατο· οι στρατηγοί μας, όταν ορκίζονται τον πατροπαράδοτο όρκο να προσθέτουν στον όρκο τους ότι δυο φορές κάθε χρόνο θα εισβάλλουν στη Μεγαρική· ο Ανθεμόκριτος να ταφεί κοντά στις Θριάσιες πύλες». Αυτές οι πύλες σήμερα ονομάζονται Δίπυλο.
[30.4] Οι Μεγαρείς όμως αρνούνται πως αυτοί θανάτωσαν τον Ανθεμόκριτο {και ρίχνουν την ευθύνη στην Ασπασία και τον Περικλή, αναφέροντας και τους εξής περιβόητους και δημοφιλείς στίχους από τους «Αχαρνείς»:
Μα κάτι νέοι που κότταβο είχαν παίξει
πιωμένοι, παν στα Μέγαρα και κλέβουν
μια τους κοκότα, τη Σιμαίθα· τότε
οι Μεγαρίτες, ξαναμμένοι κλέβουν
της Ασπασίας κι εκείνοι δυο κοκότες.}