[15] Είπε λοιπόν ο Σόλωνας: «Και γιατί έπρεπε [158c] να του κάνω αυτήν την ερώτηση, αφού ήταν φανερό ότι το αμέσως επόμενο ύστερα από το μέγιστο και ύψιστο αγαθό είναι το να χρειάζεται κανείς πάρα πολύ λίγη τροφή; Ή μήπως το μέγιστο αγαθό δεν είναι κατά τη γενικότερη αντίληψη το να μη χρειάζεται κανείς καθόλου τροφή;» «Κάθε άλλο», είπε ο Κλεόδωρος, «αν βέβαια πρέπει να πω αυτό που πιστεύω, και μάλιστα με στρωμένο μπροστά μας τραπέζι, που, μόλις αφαιρεθεί η τροφή, αυτό καταργείται, ενώ είναι βωμός των θεών που προστατεύουν τη φιλία και τη φιλοξενία. Και όπως ο Θαλής λέει ότι, αν καταστραφεί η γη, θα υπάρξει σύγχυση σε ολόκληρο το σύμπαν, έτσι και η κατάργηση της τροφής συνεπιφέρει διάλυση του σπιτιού. Γιατί την ίδια στιγμή καταργείται και η φωτιά της εστίας, η ίδια η εστία, οι κρατήρες του κρασιού, οι υποδοχές και οι φιλοξενίες, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δείχνουν την αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και είναι τα πρώτα δείγματα της κοινωνικής τους σχέσης· για να το πω καλύτερα: καταστρέφεται [158d] ολόκληρη η ζωή, αν, βέβαια, η ζωή δεν είναι παρά μια αδιάλειπτη πορεία του ανθρώπου, που οδηγεί στη διεκπεραίωση μιας σειράς πράξεων, τις πιο πολλές από τις οποίες τις προκαλούν η ανάγκη της τροφής και οι προσπάθειες για την εξασφάλισή της. Φοβερό είναι επίσης, φίλε μου, και αυτό που θα προκύψει σε βάρος της ίδιας της γεωργίας· γιατί, αν αυτή καταστραφεί και λείψει, θα μας αφήσει άσχημη και ακάθαρτη πάλι τη γη, γεμάτη —λόγω της έλλειψης καλλιέργειας— από άκαρπα δέντρα και από ρεύματα νερού που θα τρέχουν παντού ανεξέλεγκτα. Μαζί της θα καταστραφούν και όλες οι τέχνες και όλα τα ανθρώπινα έργα, για τα οποία αυτή είναι η αρχή και αυτή που τους παρέχει τη βάση και το υλικό: [158e] αν λείψει αυτή, κι αυτά όλα εξαφανίζονται. Καταργούνται επίσης και οι τιμές των θεών, αφού οι άνθρωποι θα αισθάνονται μικρή ευγνωμοσύνη για τον Ήλιο, και ακόμη μικρότερη για τη Σελήνη, μόνο για το φως και τη ζεστασιά τους. Πού θα στηθεί βωμός και πού θα προσφερθεί θυσία στο Δία της Βροχής, στη Δήμητρα της Προάροσης, στον Ποσειδώνα της Σοδειάς; Πώς θα είναι Χαριδότης ο Διόνυσος, αν δεν θα χρειαζόμαστε και δεν θα του ζητούμε τίποτε από αυτά που δίνει; Τί θα θυσιάζουμε και τί θα προσφέρουμε ως σπονδή; Από τί θα προσφέρουμε απαρχές; Όλα αυτά σημαίνουν ανατροπή και σύγχυση των πιο σπουδαίων για μας πραγμάτων. Το να αρπάζεται κανείς από κάθε μορφή ηδονής είναι ολωσδιόλου παράλογο, αλλά και το να αποφεύγει κάθε ηδονή δείχνει απόλυτη αναισθησία. Την ψυχή λοιπόν [158f] ας την αφήσουμε να χαίρεται κάποιες άλλες ανώτερες ηδονές, για το σώμα όμως είναι αδύνατο να βρούμε άλλη ηδονή πιο δικαιολογημένη από την ηδονή της τροφής, και αυτό δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το ξέρει· παρουσιάζοντας οι άνθρωποι αυτήν την ηδονή φανερά μπροστά σε όλους, παίρνουν μέρος σε δείπνα και τραπέζια, ενώ την αφροδίσια ηδονή την κρύβουν στη νύχτα και στο πολύ σκοτάδι, γιατί θεωρούν ότι να απολαμβάνουν αυτήν την ηδονή φανερά είναι κάτι το ξεδιάντροπο και κτηνώδες, όπως είναι και το να μη χαίρονται εκείνην». Μόλις σταμάτησε ο Κλεόδωρος πήρα τον λόγο εγώ και είπα: «Δεν είπες όμως και το άλλο, ότι μαζί με την τροφή διώχνουμε και χάνουμε και τον ύπνο, και όταν δεν υπάρχει ύπνος, [159a] δεν υπάρχει και όνειρο· έτσι όμως χάνεται και το πιο σεβαστό από όλα τα μαντικά μας μέσα. Η ζωή μας θα είναι πια μονότονη, και κατά κάποιον τρόπο άδικα το σώμα μας θα περιβάλλει την ψυχή μας, αφού τα πιο πολλά και τα πιο σημαντικά μέρη του έγιναν για να είναι όργανα για την τροφή: η γλώσσα, τα δόντια, το στομάχι, το συκώτι· κανένα από αυτά δεν είναι αργό, ούτε προορίζεται για την ικανοποίηση άλλης ανάγκης. Επομένως αυτός που δεν χρειάζεται τροφή, δεν χρειάζεται ούτε σώμα· κι αυτό θα σήμαινε ότι δεν χρειάζεται τον εαυτό του· γιατί ο καθένας μας υπάρχει με το σώμα του. Αυτή λοιπόν», είπα εγώ, «είναι η δική μας συμβολή στην υποστήριξη της κοιλιάς. Αν ο Σόλωνας ή κάποιος άλλος έχει κάτι να αντιτάξει, θα τον ακούσουμε».
|