Γ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώχου μου, θεά Γεννήτρα, βοήθησέ με
να το κάνω μακριά από το Ναό,
να μην τονε μολύνω! ΛΥΣ. Μωρή ψεύτρα,
τί σκούζεις; Γ’ ΓΥΝ. Η ώρα μου ήρθε να γεννήσω.
ΛΥΣ. Μα χτες δεν ήσουν έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Σήμερα είμαι.
Αχ! δώσε μου την άδεια, Λυσιστράτη,
σπίτι να πάω, η μαμή να με κοιτάξει.
ΛΥΣ. Ρε τί μαμή και ξεμαμή! (Της πιάνει την κοιλιά) Δω κάτου
σκληρό το πράμα! Γ’ ΓΥΝ. Σερνικό παιδί!
ΛΥΣ. Ρε, μά την Αφροδίτη, χάλκωμα είναι,
750κούφιο από μέσα! (Της ανοίγει το μαντύα) Ρε την κατεργάρα!
Της Αθηνάς το κράνος έχει βάλει
για να κάνει την έγκυα. Γ’ ΓΥΝ. Κι είμαι, λέω.
ΛΥΣ. Κι ευτούνο τί γυρεύει;
(Δείχνει το κράνος)
Γ’ ΓΥΝ. Αν με πιάσουν
στο δρόμο οι πόνοι, μέσα του θα κάτσω
να γεννήσω τ᾽ αβγό, σαν περιστέρα!
ΛΥΣ. Ποιανού τα λες; Η απάτη φανερή ᾽ναι.
(Της βγάζει το κράνος)
Μείνε εδώ, τ᾽ αμφιδρόμια να χορέψουμε
γύρω απ᾽ το κράνος. Γ’ ΓΥΝ. Όχι. Δεν μπορώ
να κλείσω μάτι απάνου στην Ακρόπολη,
αφότου είδα τον φίδαρο-στοιχειό!
Δ’ ΓΥΝΑΙΚΑ
760Κι εμένα οι κουκουβάγιες δε μ᾽ αφήνουν
να κοιμηθώ, όλη τη νύχτα: κουκουμιάου!
ΛΥΣ. (Θυμωμένη)
Δαιμονισμένες, πάψτε τα καμώματα!
Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε
κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες
περνάνε! Βάλτε φρένο, κακομοίρες,
και κάντε λίγο ακόμα υπομονή.
Γιατί ο χρησμός το λέει: αν δε μαλώνουμε,
δικιά μας θα ᾽ναι η νίκη. Νά! ο χρησμός.
Γ’ ΓΥΝ. Γιά λέγε τον ν᾽ ακούσουμε. ΛΥΣ. Σιωπή!
(Διαβάζει)
«Όντας οι χελιδόνες μαζευτούνε
770μαζί σε μια μεριά, για να ξεφύγουν
τον τσαλαπετεινό, τελεία και παύλα
στα δεινά τους, αν δεν καβαληθούνε!
Τότες ο αψηλοβρόντης Δίας θα φέρει
τον από πάνου κάτου.» Γ’ ΓΥΝ. Πάνου εμάς;
ΛΥΣ. «Κι αν καυγαδίζουν και φτερούγι᾽ απλώσουν
και φύγουνε μακριά από το ναό,
θα ᾽ναι τα πιο καταραμένα πλάσματα.»
Γ’ ΓΥΝ. Μά τον Δία καταφάνερος ο λόγος.
ΛΥΣ. Λοιπόν, αγαπημένες, τον αγώνα
τον συνεχίζουμε. Άιντε! ας ξαναμπούμε
στο κάστρο μέσα, θα ᾽τανε ντροπή
780να παραβούμε το θεϊκό χρησμό.
(Μπαίνουν όλες στην Ακρόπολη)
|