Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Σαμία (568-615)


ΧΡ. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ, τί δράσω; ποῖ φύγω; τὸ παιδίον
λήψεταί μου ΔΗ. Χρυσί, δεῦρο. (ΧΡ.) τίς καλεῖ μ᾽; (ΔΗ.) εἴσω τρέχε.
570ΝΙ. ποῖ σύ; ποῖ φεύγεις; (ΔΗ.) Ἄπολλον, μονομαχήσω τήμερον,
ὡς ἔοικ᾽, ἐγώ. τί βούλει; τίνα διώκεις; (ΝΙ.) Δημέα,
ἐκποδὼν ἄπελθ᾽· ἔα με γενόμενον τοῦ παιδίου
ἐγκρατῆ τὸ πρᾶγμ᾽ ἀκοῦσαι τῶν γυναικῶν. (ΔΗ.) μηθαμῶς.
(ΝΙ.) ἀλλὰ τυπτήσεις μ᾽; (ΔΗ.) ἔγωγε. θᾶττον εἰσφθάρηθι σύ.
575 (ΝΙ.) ἀλλὰ μὴν κἀγώ σε. (ΔΗ.) φεῦγε, Χρυσί· κρείττων ἐστί μου.
(ΝΙ.) πρότερος ἅπτει μου σὺ νυνί· ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΔΗ. σὺ δ᾽ ἐπ᾽ ἐλευθέραν γυναῖκα λαμβάνεις βακτηρίαν
καὶ διώκεις. (ΝΙ.) συκοφαντεῖς. (ΔΗ.) καὶ σὺ γάρ. (ΝΙ.) τὸ παιδίον
ἐξένεγκέ μοι. (ΔΗ.) γελοῖον· τοὐμόν; (ΝΙ.) ἀλλ᾽ οὐκ ἔστι σόν.
580 (ΔΗ.) ἐμόν. (ΝΙ.) ἰὼ ᾽νθρωποι. (ΔΗ.) κέκραχθι. (ΝΙ.) τὴν γυναῖκ᾽ ἀποκτενῶ
εἰσιών· τί γὰρ ποήσω; (ΔΗ.) τοῦτο μοχθηρὸν πάλιν.
οὐκ ἐάσω. ποῖ σύ; μένε δή. (ΝΙ.) μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι.
(ΔΗ.) κάτεχε δὴ σεαυτόν. (ΝΙ.) ἀδικεῖς Δημέα με, δῆλος εἶ,
καὶ τὸ πρᾶγμα πᾶν σύνοισθα. (ΔΗ.) τοιγαροῦν ἐμοῦ πυθοῦ,
585 τῇ γυναικὶ μὴ ᾽νοχλήσας μηδέν. (ΝΙ.) ἆρ᾽ ὁ σός με παῖς
ἐντεθρίωκεν; (ΔΗ.) φλυαρεῖς· λήψεται μὲν τὴν κόρην,
ἔστι δ᾽ οὐ τοιοῦτον. ἀλλὰ περιπάτησον ἐνθαδὶ
μικρὰ μετ᾽ ἐμοῦ. (ΝΙ.) περιπατήσω; (ΔΗ.) καὶ σεαυτόν γ᾽ ἀνάλαβε.
οὐκ ἀκήκοας λεγόντων, εἰπέ μοι, Νικήρατε,
590 τῶν τραγῳδῶν ὡς γενόμενος χρυσὸς ὁ Ζεὺς ἐρρύη
διὰ τέγους καθειργμένην τε παῖδ᾽ ἐμοίχευσέν ποτε;
(ΝΙ.) εἶτα δὴ τί τοῦτ᾽; (ΔΗ.) ἴσως δεῖ πάντα προσδοκᾶν. σκόπει,
τοῦ τέγους εἴ σοι μέρος τι ῥεῖ. (ΝΙ.) τὸ πλεῖστον. ἀλλὰ τί
τοῦτο πρὸς ἐκεῖν᾽ ἐστί; (ΔΗ.) τοτὲ μὲν γίνεθ᾽ ὁ Ζεὺς χρυσίον,
595 τοτὲ δ᾽ ὕδωρ. ὁρᾶις; ἐκείνου τοὔργον ἐστίν. ὡς ταχὺ
εὕρομεν. (ΝΙ.) καὶ βουκολεῖς με; (ΔΗ.) μὰ τὸν Ἀπόλλω, ᾽γὼ μὲν οὔ.
ἀλλὰ χείρων οὐδὲ μικρὸν Ἀκρισίου δήπουθεν εἶ·
εἰ δ᾽ ἐκείνην ἠξίωσε, τήν γε σὴν— (ΝΙ.) οἴμοι τάλας·
Μοσχίων ἐσκεύακέν με. (ΔΗ.) λήψεται μέν, μὴ φοβοῦ
600 τοῦτο· θεῖον δ᾽ ἔστ᾽, ἀκριβῶς ἴσθι, τὸ γεγενημένον.
μυρίους εἰπεῖν ἔχω σοι περιπατοῦντας ἐν μέσῳ,
ὄντας ἐκ θεῶν· σὺ δ᾽ οἴει δεινὸν εἶναι τὸ γεγονός.
Χαιρεφῶν πρώτιστος οὗτος, ὃν τρέφουσ᾽ ἀσύμβολον,
οὐ θεός σοι φαίνετ᾽ εἶναι; (ΝΙ.) φαίνεται· τί γὰρ πάθω;
605 οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κενῆς. (ΔΗ.) νοῦν ἔχεις, Νικήρατε.
Ἀνδροκλῆς ἔτη τοσαῦτα ζῇ, τρέχει, πηδᾷ, πολὺ
πράττεται· μέλας περιπατεῖ λευκὸς· οὐκ ἂν ἀποθάνοι,
οὐδ᾽ ἂν εἰ σφάττοι τις αὐτόν. οὗτός ἐστιν οὐ θεός;
ἀλλὰ ταῦτ᾽ εὔχου γενέσθαι συμφέροντα, θυμία,
610 σπένδε, τὴ]ν κόρην μέτεισιν οὑμὸς ὑὸς αὐτίκα.
‹ΝΙ.› ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ταῦ[τ]α πομ̣[…]. μ̣[.]ι ‹ΔΗ.› ν[ο]ῦν ἔχει[ς
(ΝΙ.) εἰ δ᾽ ἐλήφθη τότε— ‹ΔΗ.› πέπαυσο· μὴ παροξύνου· πόει
τἄνδον εὐτρεπῆ. (ΝΙ.) ποήσω. (ΔΗ.) τὰ παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽ ἐγώ. (ΝΙ.) πόει.
(ΔΗ.) κομψὸς εἶ. χάριν δὲ πολλὴν πᾶσι τοῖς θεοῖς ἔχω
615 οὐθὲν εὑρηκὼς ἀληθὲς ὧν τότ᾽ ᾤμην γεγονέναι.

ΧΟΡΟΥ


ΧΡΥ. Δυστυχία μου! Τί να κάνω; Πού να κρυφτώ; Θα μου πάρει το παιδί.
ΔΗΜ. Εδώ, Χρυσί. ΧΡΥ. Ποιός με φωνάζει; ΔΗΜΕ. Τρέχα μέσα.
570ΝΙΚ. Ε συ, πού φεύγεις; ΔΗΜ. Απόλλωνα, σήμερα θα μονομαχήσω,
όπως φαίνεται. Τί θέλεις; Ποιόν κυνηγάς; ΝΙΚ. Δημέα.
φύγε από τη μέση. Άφησέ με να πάρω το παιδί
και να μάθω την αλήθεια από τις γυναίκες. ΔΗΜ. Όχι, καθόλου.
ΝΙΚ. Τί, θα με δείρεις; ΔΗΜ. Και βέβαια. Γρήγορα χάσου μέσα εσύ.
575ΝΙΚ. Κι εγώ εσένα. ΔΗΜ. Φύγε, Χρυσί, με νίκησε.
ΝΙΚ. Εσύ πρώτος τώρα δα άπλωσες χέρι. Το επικαλούμαι.
ΔΗΜ. Κι εσύ παίρνεις ραβδί και κυνηγάς ελεύθερη γυναίκα.
ΝΙΚ. Με συκοφαντείς. ΔΗΜ. Κι εσύ εμένα. ΝΙΚ. Φέρε μου από μέσα
το παιδί. ΔΗΜ. Αστείο πράγμα, το δικό μου; ΝΙΚ. Μα δεν είναι δικό σου.
580ΔΗΜ. Δικό μου είναι. ΝΙΚ. Ω άνθρωποι! ΔΗΜ. Φώναξε όσο θέλεις. ΝΙΚ. Θα πάω μέσα
να σκοτώσω τη γυναίκα μου. Τί να κάνω; ΔΗΜ. Άλλο πάλι κακό.
Δεν θα τον αφήσω. Πού πας; Γιά στάσου. ΝΙΚ. Μην απλώνεις χέρι
πάνω μου. ΔΗΜ. Γιά συγκρατήσου. ΝΙΚ. Με αδικείς, Δημέα, ολοφάνερα,
κι εσύ τα ξέρεις όλα. ΔΗΜ. Γι᾽ αυτό λοιπόν άκουσέ με, κι άφησε
585τη γυναίκα ήσυχη. ΝΙΚ. Βρε μήπως ο γιός σου μου την έφερε;
ΔΗΜ. Ανοησίες. Θα το πάρει το κορίτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία.
Αλλά γιά περπάτησε εδωδά λίγο μαζί μου. ΝΙΚ Να περπατήσω;
ΔΗΜ. Και σύνελθε. Δε μου λες, Νικήρατε, δεν έχεις ακούσει
στο θέατρο οι τραγωδοί να λένε, πως ο Ζευς έγινε
590κάποτε χρυσάφι, γλίστρησε από τη στέγη κι έκανε
δική του μια φυλακισμένη κόρη; ΝΙΚ. Κι ύστερα τί μ᾽ αυτό;
ΔΗΜ. Ίσως πρέπει όλα να τα περιμένεις. Για κοίταξε μήπως
η στέγη σου τρέχει από πουθενά. ΝΙΚ. Από παντού. Αλλά
595τί σχέση έχει αυτό με κείνο; ΔΗΜ. Πότε γίνεται ο Ζευς χρυσάφι,
πότε βροχή· βλέπεις; Εκείνου δουλειά είναι. Γρήγορα
το βρήκαμε. ΝΙΚ. Και με κοροϊδεύεις; ΔΗΜ. Μα τον Απόλλωνα, όχι εγώ.
Αλλά, νομίζω, χειρότερος απ᾽ τον Ακρίσιο σε τίποτε δεν είσαι·
κι αν έκανε την τιμή σ᾽ εκείνη και στη δική σου βέβαια
ΝΙΚ. Ω, δυστυχία μου! Την έπαθα απ᾽ τον Μοσχίωνα. ΔΗΜ. Θα την πάρει,
600αυτό μη το φοβάσαι. Και ό, τι έγινε είναι απ᾽ τους θεούς,
να είσαι βέβαιος. Μπορώ να σου αναφέρω αμέτρητους
με θεϊκή καταγωγή που ζουν ανάμεσά μας· κι εσύ
νομίζεις φοβερό αυτό που έγινε. Πρώτα πρώτα ο γνωστός
Χαιρεφών, που τον τρέφουν χωρίς να πληρώνει. Δεν σου
φαίνεται θεός; ΝΙΚ. Μου φαίνεται. Τί έχω γω να χάσω; Δεν θα
605τα βάλω μαζί σου χωρίς λόγο. ΔΗΜ. Έχεις μυαλό, Νικήρατε.
Ο Ανδροκλής πάλι ζει τόσα χρόνια, τρέχει, πηδάει,
βγάζει πολλά λεφτά, κυκλοφορεί μαύρος ενώ έχει
ασπρίσει· δεν θα πεθάνει ούτε κι αν κανείς τον σφάζει.
Δεν είναι αυτός θεός; Να εύχεσαι να είναι ο γάμος
ευτυχισμένος, θυμιάτιζε το σπίτι, κάνε σπονδές,
610σε λίγο θα έρθει ο γιός μου να πάρει τη νύφη.
ΝΙΚ. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. ΔΗΜ. Είπα, έχεις μυαλό.
ΝΙΚ. Αν πιανόταν τότε επ᾽ αυτοφώρω ΔΗΜ. Πάψε, μην εκνευρίζεσαι.
Κάνε τις ετοιμασίες στο σπίτι σου. ΝΙΚ. Θα τις κάνω.
ΔΗΜ. Κι εγώ στο δικό μου. ΝΙΚ. Να τις κάνεις. ΔΗΜ. Είσαι πολιτισμένος.
Ευγνωμονώ όλους τους θεούς, που τίποτε δεν βγήκε
615αληθινό, απ᾽ όσα νόμιζα ότι έχουν γίνει.

ΧΟΡΟΥ