[199c] «Εντάξει, τον έχεις από μένα, είπε ο Φαίδρος· εμπρός, κάνε την ερώτηση σου». Κι ύστερα ο Σωκράτης άρχισε απ᾽ αυτό περίπου το σημείο: «Λοιπόν, αγαπητέ μου Αγάθων, έμεινα με την εντύπωση ότι ωραίο ήταν το προοίμιο της ομιλίας σου, που έλεγες ότι πρέπει αρχικά να παρουσιάσεις τον ίδιο, ποιά είναι η φύση του Έρωτα, και κατόπι τα έργα του. Αυτό το προοίμιο το θαυμάζω ανεπιφύλακτα. Έλα λοιπόν, για το θέμα του Έρωτα, αφού ανέπτυξες όμορφα κι εντυπωσιακά τις άλλες πλευρές της φύσης του, πες μου [199d] και τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρωτας, από τη φύση του, είναι έρωτας κάποιου ή κανενός; και δε σε ρωτώ αν είναι έρωτας κάποιας μητέρας ή κάποιου πατέρα — γιατί τότε θα ήταν γελοίο το ερώτημα, αν ο Έρως είναι ερωτικό συναίσθημα για μητέρα ή πατέρα — αλλά νά, πες πως είχα θέσει το ίδιο ερώτημα για τη λέξη “πατέρας”: ο πατέρας είναι πατέρας κάποιου ή όχι; θα μου απαντήσεις, φαντάζομαι, αν είχες τη διάθεση να δώσεις ορθή απάντηση, ότι ο πατέρας είναι πατέρας ενός γιου ή μιας θυγατέρας — ή όχι;». «Σίγουρα ναι», παραδέχτηκε ο Αγάθων. «Δε θα λέγαμε το ίδιο πράγμα και για τη μητέρα;». Το παραδέχτηκε κι αυτό. [199e] «Πάμε παρακάτω, είπε ο Σωκράτης· απάντησέ μου σε μερικές πρόσθετες ερωτήσεις, για να κατανοήσεις καλύτερα πού το πάω. Δηλαδή, αν σε ρωτούσα: «Τί λοιπόν; ο αδερφός, με ό,τι εννοεί η λέξη, είναι αδερφός κάποιου ή όχι;». Παραδέχτηκε, «Είναι». «Βέβαια, είναι αδερφός ενός αδερφού ή μιας αδερφής». Το παραδέχτηκε. «Δοκίμασε λοιπόν, είπε, ν᾽ απαντήσεις και για τον Έρωτα: ο Έρως είναι έρωτας κανενός ή κάποιου;». «Αναμφίβολα λοιπόν είναι κάποιου». [200a] «Ετούτο το “κάποιου”, είπε ο Σωκράτης, κράτησέ το στο νου σου και να το θυμάσαι· για την ώρα απάντησέ μου μόνο σε τούτο: τί συμβαίνει, ο Έρως εκείνο, για το οποίο νιώθει έρωτα, το ποθεί ή όχι;» «Σίγουρα το ποθεί», αποκρίθηκε. «Σε ποιά περίπτωση; κατέχοντας αυτό που ποθεί και νιώθει έρωτα γι᾽ αυτό, το ποθεί κι έχει έρωτα γι᾽ αυτό, ή μη κατέχοντάς το;». «Μη κατέχοντάς το, πιθανότατα», αποκρίθηκε. «Πρόσεξε λοιπόν, είπε ο Σωκράτης, κι αντί “πιθανότατα” μήπως “οπωσδήποτε” έτσι έχουν τα πράγματα: το πρόσωπο που ποθεί, ποθεί ό,τι του λείπει — ή, [200b] αν δεν του λείπει κάτι, δεν το ποθεί· γιατί εγώ είμαι απόλυτα πεπεισμένος, Αγάθων, ότι οπωσδήποτε έτσι έχουν τα πράματα· εσύ, πώς το βλέπεις;». «Κι εγώ, αποκρίθηκε, αυτή τη γνώμη έχω». «Πολύ καλά. Λοιπόν, θα επιθυμούσε κανείς, όντας μεγαλόσωμος, να είναι μεγαλόσωμος, ή, όντας ρωμαλέος, να είναι ρωμαλέος;». «Ύστερ᾽ απ᾽ όσα αποδεχτήκαμε, αδύνατο». «Αφού βέβαια αυτός που τα κατέχει αυτά δε θα ᾽νιωθε ότι του λείπουν». «Την αλήθεια λες».
|