Και ό,τ᾽ είπ᾽ ο Ζευς η Αθηνά το επιθυμούσε πρώτη·
350και όμοια με πλατύπτερο ψιλόφωνο γεράκι
τινάζετ᾽ απ᾽ τον ουρανόν και σχίζει τον αιθέρα
κι ευρέθη εκεί που οπλίζονταν οι Αχαιοί στην μάχην·
και μες στα στήθη την γλυκιά τού έσταξε αμβροσίαν
και νέκταρ, μη τα γόνατα του κόψ᾽ η μαύρη πείνα,
355και στου πατρός της γύρισε του μεγαλοδυνάμου
το δώμα και απ᾽ τες πρύμνες των εχύνονταν εκείνοι.
Και ως του Διός χιονοβολές πυκνές πυκνές πετιούνται
οπού ο αιθερογέννητος επάγωσε Βορέας,
όμοια πυκνές αστράφτοντας οι περικεφαλαίες
360από τες πρύμνες χύνονταν κι οι ομφαλωτές ασπίδες,
οι θώρακες οι ασύντριφτοι, τα φράξινα κοντάρια
και ο τόπος όλος άστραφτεν απ᾽ του χαλκού την λάμψιν
έως τα ύψη τ᾽ ουρανού, και των ποδιών ο κτύπος
εβρόντα, και στην μέσην τους οπλίζετ᾽ ο Αχιλλέας.
365Τρίζαν τα δόντια του φρικτά, φωτιά τα μάτια εκαίαν,
θλίψις μεγάλη εβάρυνε τα στήθη του και, ως ήταν
να ξεθυμάνει ακράτητος το μίσος του εις τους Τρώας,
τα άρματά του εζώνονταν, δώρα του Ηφαίστου θεία.
Πρώτα τες κνήμες με λαμπρές κνημίδες περικλείει,
370οπού εθηλυκώνονταν με ολάργυρες περόνες.
Τα στήθη εσκέπασ᾽ έπειτα με θώρακα που λάμπει
χάλκινο, αργυροκᾴρφωτον, εκρέμασε απ᾽ τους ώμους
ξίφος κι επήρε την τρανήν και στερεήν ασπίδα
που έριχνε πέρ᾽ αναλαμπήν ως στρογγυλό φεγγάρι.
375Και ως όταν στους θαλασσινούς μακρόθεν από όρος
φέγγει φωτιά που άναψαν στην στάνην οι ποιμένες,
αλλά στο μέγα πέλαγος τους σέρν᾽ η ανεμοζάλη
μακράν από τους ποθητούς· παρόμοια στον αιθέρα
έφθαν᾽ η λάμψη της καλής ασπίδος του Αχιλλέως.
380Εσήκωσε κι εφόρεσε την περικεφαλαίαν
την στερεήν, και η χήτη της ως άστρο εσπιθοβόλα,
καθώς τριγύρω εσείονταν πυκνές χρυσές πλεξίδες,
που ο Ήφαιστος ολόγυρα στον λόφον είχε σύρει.
Κι εδοκιμάσθη στ᾽ άρματα ο θείος Αχιλλέας
385ελεύθερ᾽ αν του άρμοζαν προς τα λαμπρά του μέλη·
και αυτά σηκώναν σαν φτερά τον μέγαν πολεμάρχον·
και από την θήκην έσυρε το πατρικό κοντάρι
βαρύ, μεγάλο, στερεό, που άλλος δεν μπορούσε
να σείσει από τους Αχαιούς, ή μόνος ο Αχιλλέας,
390φράξο απ᾽ το Πήλιο βουνό, που του πατρός του ο Χείρων
είχε χαρίσει φονικό να είναι των ηρώων.
Ο Αυτομέδων έζευε και ο Άλκιμος τους ίππους·
τους έζωναν με όμορφα ζυγόλουρα κι εβάλαν
στα στόματα τους χαλινούς και οπίσω προς την έδραν
395τα χαλινάρια τέντωσαν· κι επάνω στο ζευγάρι
με την ωραίαν μάστιγα επήδησε ο Αυτομέδων.
Οπίσω ανέβη ολόλαμπρος ως ήλιος ο Αχιλλέας
κι εφώναξε τρομακτικά στους ίππους του πατρός του:
«Ξάνθε, Βαλίε, θρέμματα θαυμάσια της Ποδάργης,
400τώρα τον κυβερνήτην σας καλύτερα σκεφθείτε
οπίσω να τον σώσετε στων Δαναών τα πλήθη
όλην αφού χορτάσομεν την δίψαν του πολέμου,
όχι ως τον Πάτροκλον νεκρόν αυτού να τον αφήστε».
Του αντείπε κάτω απ᾽ τον ζυγόν ο γοργοπόδης Ξάνθος
405την κεφαλήν του κλίνοντας βαθιά και όλ᾽ η χαίτη
από την ζεύγην ξέπεσε και έφθανε στο χώμα·
φωνητικόν τον έκαμεν η Ήρα η λευκοχέρα:
«Για τώρα θα σε σώσομεν, ανδράγαθε Αχιλλέα,
αλλ᾽ είναι η ώρα σου κοντά, δεν πταίμ᾽ εμείς αλλ᾽ είναι
410μέγας θεός ο αίτιος κι η ανίκητ᾽ είναι η μοίρα·
και όχι από αμέλειαν ποτέ και οκνηριά δική μας
απ᾽ τ᾽ άρματα τον Πάτροκλον εγύμνωσαν οι Τρώες·
αλλ᾽ ο εξαίσιος των θεών τον φόνευσεν, ο Φοίβος,
μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα την δόξαν·
415και του Ζεφύρου την πνοήν οπού γοργότατ᾽ είναι,
μπορούμ᾽ εμείς να φθάσομεν· αλλά και σένα η μοίρα
από θεόν και από θνητόν διόρισε να πέσεις».
Και ως είπε τούτου την φωνήν τού κόψαν οι Ερινύες.
Εβάρυνεν ο Αχιλλεύς και του ᾽πε: «Προμαντεύεις
420Ξάνθε, σ᾽ εμέ τον θάνατον; Και μόνος το γνωρίζω,
ότι να πέσω εδώ μακράν των ποθητών γονέων
η μοίρα μου διόρισεν· αλλ᾽ όμως δεν θα παύσω,
πριν ή τους Τρώας αρκετά στην μάχην τρικυμίσω».
Είπε κι εκίνα με κραυγήν τα δυνατά πουλάρια.
|