Είπε· τους άλλους βασιλείς απόλυσε, κι εμείναν
310οι Ατρείδες, ο Ιδομενεύς και ο θείος Οδυσσέας,
ο Νέστωρ με τον Φοίνικα, και τον παρηγορούσαν
με λόγια φρόνιμα, αλλ᾽ αυτός παρηγοριά δεν είχε
ή μες στον λάρυγγα να μπει του αιματηρού πολέμου·
και στεναγμός βγήκε βαθύς απ᾽ την ψυχή του κι είπε:
315«Άλλοτε, άμοιρε και συ, ω φίλε της καρδιάς μου,
εδώ το γεύμα ευτρέπιζες γρήγορος και όπως πρέπει,
όταν εβιάζοντ᾽ οι Αχαιοί να ορμήσουν και να φέρουν
τον Άρη τον πολύθρηνον στους ιπποδάμους Τρώας·
τώρα συ κείτεσαι νεκρός κι εμένα δεν αφήνει
320ο πόθος σου μήτε φαγί μήτε πιοτό να πάρω,
ότι κακό χειρότερο να πάθω δεν μπορούσα
και αν άκουα ν᾽ απέθανεν ο γέρος μου πατέρας,
οπού στην Φθίαν τήκεται στα δάκρυα, που του λείπει
τέτοιος υιός, κι εγώ μακριά, να πολεμώ τους Τρώας
325μένω στα ξένα εξ αφορμής της μισητής Ελένης·
ή αυτό που μου ανατρέφεται στην Σκύρον, το παιδί μου
ο θείος ο Νεοπτόλεμος, εάν μου ζει ακόμη.
Άλλην ελπίδα έτρεφα εγώ στα βάθη της ψυχής μου,
μόνος να πέσω εγώ μακράν απ᾽ το ιπποτρόφον Άργος
330εδώ στην Τροίαν, και να πας οπίσω εσύ στην Φθίαν
και από την Σκύρον το παιδί να βγάλεις εις το πλοίον
μαζί σου να τον οδηγείς και να του δείξεις όλα,
το είναι μου, τους δούλους μου και το υψηλό παλάτι.
Ότι φοβούμαι που ο Πηλεύς ή πεθαμένος είναι
335ή έχ᾽ ημέρες μετρητές και λύπη τον μαραίνει
και τα κακά γεράματα, και πάντοτε αναμένει
είδησις του θανάτου μου να πλήξει την καρδιά του».
Έλεγε κλαίοντας, και ομού και οι βασιλείς στενάζαν,
θυμούμενος καθένας τους στο σπίτι τ᾽ είχε αφήσει.
340Είδε και τους συμπόνεσεν ο Ζευς οπού θρηνούσαν
κι έλεγε προς την Αθηνά: «Ω τέκνον μου, τελείως
το πρόσωπόν σου έστρεψες από τον θείον άνδρα;
Τωόντι πλέον εις τον νουν δεν έχεις τον Πηλείδη;
Τον βλέπεις οπού κάθεται κατέμπροσθεν στα πλοία
345και κλαίει για τον φίλον του· κι οι άλλοι αναχωρήσαν
να γευματίσουν· και τροφήν να πάρει αυτός δεν θέλει.
Αλλά κατέβα, την γλυκιά να στάξεις αμβροσίαν
και νέκταρ μες στα στήθη του, να μην τον πνίξ᾽ η πείνα».
|