(Βγαίνει η Λυσιστράτη από την Ακρόπολη ταραγμένη)
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Βασίλισσά μας σ᾽ έργατα και γνώμη,
πώς τόσο μουτρωμένη εκείθε βγήκες;
ΛΥΣ. Ανάξια θηλυκά, καρδιές που δείλιασαν,
με κάνουνε να τρέχω απάνου κάτου.
710ΚΟΡ. ΓΥΝ. Τί λες; Τί λες; ΛΥΣ. Αλήθεια κι απ᾽ αλήθεια!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Λέγε σε μας τί τρέχει, είμαστε φίλες.
ΛΥΣ. Κακό και να το πω και να το κρύψω.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Ό,τι κακό και να ᾽ναι μην το κρύβεις.
ΛΥΣ. Μ᾽ ένα λόγο: μας έπιασεν αντρόλυσσα.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Αλίμονό μας, Δία!
ΛΥΣ. Τί να σου κάνει ο Δίας; Όπως σ᾽ τα λέγω!
Εγώ δεν ημπορώ να τις κρατήσω
μακριά απ᾽ τους άντρες. Μου το σκάει μια μια.
720Έπιασα κάποιαν, που άνοιγε την τρύπα
εκεί που ᾽ναι το σπήλαιο του Πανός.
Άλληνε, που προσπάθαε να γλιστρήσει
με σκοινί· πέρασε άλλη στον οχτρό·
κι άλλη σκεδίαζε πάνου σε σπουργίτι,
της Αφροδίτης το πουλί, καβάλα
να φύγει για το σπίτι του Ορχιλόχου,
του γυναικά — κι απ᾽ τα μαλλιά την τράβηξα.
Όλες βρίσκουνε πρόφαση να πάνε
ξανά στο σπίτι. Νά την κάποια κι έρχεται.
Πού πας, μωρή; Α’ ΓΥΝΑΙΚΑ. Στο σπίτι. Έχω αφημένα
μαλλιά ακριβά της Μίλητος. Ο σκόρος
730θα μου τα φάει. ΛΥΣ. Ποιός σκόρος; Γύρνα πίσου!
Α’ ΓΥΝ. Μα θα γυρίσω γρήγορα. Μονάχα
να τ᾽ απλώσω για λίγο στη σανίδα.
ΛΥΣ. Παράτα, λέω, τ᾽ απλώματα! Ούτε βήμα!
Α’ ΓΥΝ. Έτσι θα χαραμίσω το μαλλί μου;
ΛΥΣ. Είν᾽ ανάγκη.
(Βγαίνει δεύτερη Γυναίκα)
Β’ ΓΥΝΑΙΚΑ
Βάι! βάι η καψερή.
Πάει θα το χάσω το μαλλί μου! Τ᾽ άφησα
στο σπίτι μου αλανάριστο! ΛΥΣ. Νά κι άλλη,
που τάχατες φοβάται το μαλλί της.
Γύρνα πίσου! Β’ ΓΥΝ. Μα θα γυρίσω αμέσως,
μά τη Σελήνη, αφού το δείρω κάπως.
740ΛΥΣ. Τίποτα δε θα δείρεις. Άμα κάνεις
την αρχή, θα γυρέψουν όλες το ίδιο.
(Βγαίνει μια τρίτη Γυναίκα, με κοιλιά φουσκωμένη).
|