ΚΟΡ. Μα η Ειρήνη τόσα χρόνια που έλειπε μακριά από μας
πού βρισκόταν; Μάθε μας το, εσύ καλόβουλε θεέ.
ΕΡΜ. Αν ν᾽ ακούσετε ποθείτε πώς η Ειρήνη χάθηκε,
νιώστε αυτά που θα ιστορήσω, μυαλωμένοι εσείς γεωργοί.
Του Φειδία η ατυχία πρώτη στάθηκε αφορμή.
Απ᾽ το φόβο μήπως μπλέξει, κι ο ίδιος τότε ο Περικλής,
που ήξερε το φυσικό σας, πως δαγκώνετε σκληρά,
πριν την πάθει κι ο ίδιος, βάζει στην Αθήνα πυρκαγιά
με το ψήφισμά του εκείνο το μεγαρικό· μικρή
610σπίθα, μα φυσάει, κι οι φλόγες του πολέμου φούντωσαν,
κι έπνιξε όλη την Ελλάδα πέρα ως πέρα πια ο καπνός.
Κι όταν βρόντηξε το κλήμα στη φωτιά, και με θυμό,
χτυπημένα τα πιθάρια, το ᾽να τ᾽ άλλο κλότσησαν,
τότε ποιός τα σταματάει; Κι έγινε άφαντη η θεά!
ΤΡΥ. Τέτοιο πράμα δε μου το ᾽πε, μα το θεό, ποτέ κανείς
ή πως είχε καμιά σχέση ο Φειδίας ποτέ μ᾽ αυτή.
ΚΟΡ. Και για με πρωτάκουστο είναι. Μα γι᾽ αυτό είναι κι όμορφη·
βλέπετε, συγγένισσά του. Πόσα μας ξεφεύγουνε!
ΕΡΜ. Τότε οι πόλεις που η Αθήνα κυβερνούσε, βλέποντας
620τέτοιο αγρίεμα μεταξύ σας, τέτοιο τρίξιμο δοντιών,
εναντίον της πάνε —οι φόροι, βλέπετε, τις τρόμαζαν—
και μπουκώνανε με χρήμα τους τρανούς των Σπαρτιατών.
Εκμεταλλευτές των ξένων κι από κέρδους πόθο αισχρό,
την Ειρήνη αυτοί αποδιώχνουν και στον Πόλεμο κολλούν·
όμως του τρανού τα κέρδη στον αγρότη ήταν ζημιά·
τρέχει ο αθηναίικος στόλος στους λακωνικούς γιαλούς
και συκιές αθώων ανθρώπων τις χαλά για εκδίκηση.
ΤΡΥ. Τι καλά! Μια μαύρη εκείνοι μου ρημάξανε συκιά,
που την είχα εγώ φυτέψει και την είχα πώς και πώς.
630ΚΟΡ. Ναι, σωστό το λες· κι εμένα μου πετροβολήσανε
και μου σπάσαν ένα κιούπι του σταριού εξαμέδιμνο.
ΕΡΜ. Κι όταν οι ξωμάχοι μέσα στην Αθήνα κλείστηκαν,
δεν το νιώθανε πως έτσι τους κορόιδευαν κι αυτούς·
θέλαν σύκα και σταφίδες, αλλά πού; στους ρήτορες
τότε ρίχναν τις ματιές τους· κι αυτοί, ξέροντας καλά
πως ανήμποροι οι φτωχοί ᾽ταν και δεν είχανε ψωμί,
με κραξιές, σα με διχάλες, σπρώχνανε έξω τη θεά,
που συχνά μονάχη ερχόταν απ᾽ τον πόθο αυτής της γης·
κι όσοι σύμμαχοι ήταν πλούσιοι και γεροί, τους τάραζαν
640γράφοντας στη μήνυσή τους πως φιλολακώνιζαν.
Και το θύμα αυτό σα σκύλοι εσείς το κομματιάζατε·
γιατί η πόλη αλαλιασμένη, κιτρινιάρα, μουλωχτή,
έχαφτε ό,τι της πετούσαν κι έλεγε κι ευχαριστώ.
Βλέποντας το ξύλο οι ξένοι που έπεφτε, βουλώνανε
με λεφτά το στόμα εκείνων που τους έκαναν αυτά·
κι έτσι εκείνοι θησαυρίσαν, μα η Ελλάδα ρήμαξε
δίχως να το νιώσετε. Όλων τούτων ένας ο αυτουργός,
ένας τομαράς. ΤΡΥ. Αχ πάψε, μη μιλάς, Ερμή, γι᾽ αυτόν·
άφησέ τονε στον κάτω κόσμο εκεί που βρίσκεται·
650τώρα, φίλε, είναι δικός σου, δεν ανήκει πια σ᾽ εμάς.
Όσα κι αν του ψάλεις τώρα,
πως, σα ζούσε, ήταν αχρείος,
φαφλατάς και καταδότης,
σκανταλοανακατωσούρης,
όλα είναι βρισιές για κάποιον
που σου ανήκει τώρα πια.
|