540ΔΗΜ. Τί έπαθες; ΝΙΚ. Πριν από λίγο έπιασα την κόρη μου να βυζαίνει το παιδί.
ΔΗΜ. Ίσως έπαιζε. ΝΙΚ. Δεν έπαιζε, γιατί μόλις με είδε ξαφνικά να μπαίνω,
λιποθύμησε. ΔΗΜ. Ίσως σου φάνηκε. ΝΙΚ. Θα με πεθάνεις με τα «ίσως»
που μου λες. ΔΗΜ. Εγώ φταίω για αυτά. ΝΙΚ. Τί λες; ΔΗΜ. Μου φαίνονται
545απίστευτα αυτά που λες. ΝΙΚ. Αλλά τα είδα με τα μάτια μου. ΔΗΜ. Βλέπεις καλά;
ΝΙΚ. Αυτός δεν είναι λόγος. Αλλά πηγαίνω πάλι— ΔΗΜ. Μια στιγμή, στάσου,
ε, συ — χάθηκε. Όλα αναποδογυρίστηκαν, ήρθε το τέλος.
Μα τον Δία, αυτός εδώ, αν μάθει τί έγινε, θα εξαγριωθεί,
550θα βάλει τις φωνές. Ο άνθρωπος είναι τραχύς, αγροίκος,
απλοϊκός. Έπρεπε εγώ να υποψιαστώ τέτοια πράγματα;
Εγώ ο σιχαμένος; Μά τον Ήφαιστο μου αξίζει να πεθάνω.
Ηρακλή μου, πώς φωνάζει! Αυτό ήταν· ζητά φωτιά· απειλεί
555να κάψει το παιδί. Το εγγονάκι μου θα δω να ψήνεται.
Βγαίνει πάλι έξω. Ο άνθρωπος είναι τυφώνας, κεραυνός.
ΝΙΚ. Δημέα, η Χρυσίς τα ᾽χει βάλει μαζί μου και κάνει
πράγματα φοβερά. ΔΗΜ. Τί λες; ΝΙΚ. Έχει πείσει τη γυναίκα μου
και την κόρη μου να μην ομολογήσουν τίποτε,
και κρατάει διά της βίας το παιδί. Λέει ότι δεν θα το αφήσει.
560Ώστε μην απορείς αν τη σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.
ΔΗΜ. Θα σκοτώσεις τη γυναίκα μου; ΝΙΚ. Γιατί σ᾽ όλα μέσα είναι
κι αυτή. ΔΗΜ. Μη, Νικήρατε, όχι. ΝΙΚ. Ήθελα να σε προειδοποιήσω.
ΔΗΜ. Αυτός εδώ τρελάθηκε! Όρμησε μέσα. Τί να κάνω τώρα;
Ποτέ μου δεν θυμάμαι, μα τους θεούς, να βρέθηκα
565σε τέτοια ταραχή. Όμως το καλύτερο είναι να του πω
καθαρά τί έγινε. Απόλλωνά μου, βγαίνει πάλι.
|