[3.2.1] Όταν είχε γίνει η εκλογή, την ώρα που άρχιζε σχεδόν να ξημερώνει, έφτασαν οι αρχηγοί στη μέση του στρατοπέδου κι αποφάσισαν να τοποθετήσουν προφυλακές και να συγκεντρώσουν τους στρατιώτες. Μόλις μαζεύτηκαν κι αυτοί, σηκώθηκε πρώτος ο Χειρίσοφος ο Λακεδαιμόνιος και είπε τούτα δω: [3.2.2] «Στρατιώτες, οι τωρινές στιγμές είναι δύσκολες, αφού στερηθήκαμε τέτοιους στρατηγούς και λοχαγούς και στρατιώτες. Ακόμα κι ο Αριαίος με το στρατό του μας έχουν προδώσει, αυτοί που ήταν πρωτύτερα σύμμαχοί μας. [3.2.3] Πρέπει όμως μέσα στις συνθήκες που βρισκόμαστε να φανούμε γενναίοι άντρες και να μη φοβηθούμε, αλλά να προσπαθήσουμε να γλιτώσουμε, αν μπορούμε, με μια νίκη που θα μας δώσει τιμή. Αλλιώτικα, να πεθάνουμε τουλάχιστο δοξασμένοι και να μην πέσουμε ποτέ ζωντανοί στα χέρια των εχθρών. Γιατί νομίζω πως τότε θα παθαίναμε τέτοιες συμφορές, που μακάρι να τις έστελναν οι θεοί στους εχθρούς μας». [3.2.4] Ύστερα απ᾽ αυτόν σηκώθηκε ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος και μίλησε έτσι: «Βλέπετε, στρατιώτες, τους ψεύτικους όρκους και την ασέβεια του βασιλιά. Βλέπετε και την απιστία του Τισσαφέρνη που μας έλεγε πως η χώρα του είναι γειτονική με την Ελλάδα και γι᾽ αυτό θα φρόντιζε πάρα πολύ να μας σώσει, κι ακόμα μας ορκίστηκε ο ίδιος, δίνοντάς μας το δεξί του χέρι. Μα ο ίδιος με απάτη έπιασε τους στρατηγούς και δεν σεβάστηκε το Δία που προστατεύει τους ξένους, παρά αφού έφαγε πρώτα σ᾽ ένα τραπέζι με τον Κλέαρχο, ύστερα με πανουργίες εξαπάτησε τους άντρες και τους σκότωσε. [3.2.5] Κι ο Αριαίος, που εμείς θέλαμε να τον κάμουμε βασιλιά, και με όρκους εγγυηθήκαμε πως δεν θα προδώσει ο ένας τον άλλο, ούτε τους θεούς φοβήθηκε κι αυτός ούτε τον πεθαμένο Κύρο σεβάστηκε, παρόλο που εκείνος τον τιμούσε υπερβολικά, όσο βρισκόταν στη ζωή. Τώρα έφυγε από κοντά μας και πήγε με τους μεγαλύτερους εχθρούς του Κύρου, ενώ εμάς, τους φίλους του, ζητάει τρόπο να μας καταστρέψει. [3.2.6] Μα αυτούς μακάρι να τους τιμωρήσουν οι θεοί. Εμείς όμως πρέπει, αφού τα βλέπουμε αυτά, να μην ξεγελαστούμε ποτέ πια απ᾽ αυτούς, παρά να πολεμήσουμε όσο μπορούμε πιο παλικαρίσια και να πάθουμε εκείνο που αρέσει στους θεούς». [3.2.7] Ύστερα σηκώνεται ο Ξενοφώντας οπλισμένος για μάχη, όσο μπορούσε πιο όμορφα. Και τούτο γιατί νόμιζε πως, αν οι θεοί δώσουν τη νίκη, ο ωραιότερος στολισμός ταιριάζει στο νικητή. Αν πάλι χρειαζόταν να πεθάνει, ήταν ορθό να θεωρήσει τον εαυτό του πως άξιζε να στολιστεί ωραιότατα και να βρει το θάνατο μέσα σ᾽ αυτόν το στολισμό. Άρχισε λοιπόν να μιλάει έτσι: [3.2.8] «Τους ψεύτικους όρκους των βαρβάρων και την απιστία τους σας τα έχει αναπτύξει ο Κλεάνορας, νομίζω όμως πως τα ξέρετε κι εσείς. Αν λοιπόν επιμένουμε να ξανασυνεννοηθούμε φιλικά μαζί τους, σημαίνει ότι έχουμε χάσει εντελώς το θάρρος μας, τη στιγμή που βλέπουμε τα όσα έπαθαν οι στρατηγοί μας, όταν τους εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους βασισμένοι στα λόγια τους. Αν όμως έχουμε στο νου μας με τα όπλα στα χέρια να τους τιμωρήσουμε για όσα μας έχουν κάμει, και από δω και πέρα να τους πολεμούμε με κάθε τρόπο, τότε θα έχουμε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε, με τη βοήθεια των θεών». [3.2.9] Την ώρα που τα έλεγε αυτά, φταρνίζεται κάποιος. Οι στρατιώτες, μόλις άκουσαν το φτάρνισμα, όλοι με την ίδια διάθεση προσευχήθηκαν στο θεό, και ο Ξενοφώντας είπε: «Αφού τη στιγμή που μιλούσαμε για τη σωτηρία μας, παρουσιάστηκε αυτό το καλό σημάδι, σταλμένο από το Δία το σωτήρα, στρατιώτες, νομίζω πως πρέπει να τάξουμε σ᾽ αυτόν τον θεό πως θα του προσφέρουμε θυσίες ευχαριστήριες για τη διάσωσή μας, σε οποιαδήποτε φιλική χώρα πρωτοπάμε. Να τάξουμε ακόμα πως θα θυσιάσουμε και στους άλλους θεούς, ανάλογα με τις δυνάμεις μας. Όποιος συμφωνεί μ᾽ αυτά, είπε, να σηκώσει το χέρι». Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό προσευχήθηκαν κι έψαλαν τον παιάνα. Και όταν εκπληρώσανε το χρέος τους προς τους θεούς, ο Ξενοφώντας ξανάρχισε το λόγο του και μίλησε έτσι: [3.2.10] «Έλεγα πρωτύτερα πως έχουμε πολλές και βάσιμες ελπίδες να σωθούμε. Γιατί, πρώτα πρώτα, εμείς φυλάμε τους όρκους των θεών, ενώ οι εχθροί και τους όρκους έχουν πατήσει και, αντίθετα προς αυτούς, έχουν παραβιάσει τις συμφωνίες. Αφού έτσι είναι τα πράγματα, οι θεοί φυσικά θα είναι εχθροί στους αντίπαλούς μας και σύμμαχοι δικοί μας. Αυτοί έχουν τη δύναμη και τους μεγάλους να τους κάνουν γρήγορα μικρούς και τους μικρούς, όταν βρίσκονται σε κρίσιμες στιγμές, να τους σώζουν εύκολα, φτάνει να το θέλουν. [3.2.11] Ύστερα θα σας θυμίσω και τους κινδύνους που πέρασαν οι πρόγονοί μας, για να ξέρετε πως σας ταιριάζει να είστε γενναίοι και πως οι γενναίοι σώζονται με τη βοήθεια των θεών και από τρομερούς κινδύνους. Όταν ήρθαν δηλαδή οι Πέρσες κι εκείνοι που τους ακολουθούσαν με πάρα πολύ μεγάλο στρατό για να καταστρέψουν την Αθήνα, μόνοι οι Αθηναίοι τόλμησαν να τους αντισταθούν και τους νίκησαν. [3.2.12] Είχαν τάξει τότε στη θεά Αρτέμιδα πως όσους εχθρούς σκοτώσουν, τόσα χρονιάρικα γίδια θα της θυσιάσουν. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να βρουν αρκετά, αποφάσισαν να θυσιάζουν κάθε χρόνο πεντακόσια. Και συνεχίζουν να κάνουν αυτήν τη θυσία ακόμα και σήμερα. [3.2.13] Αργότερα, όταν ο Ξέρξης συγκέντρωσε εκείνο τον αμέτρητο στρατό και βάδισε ενάντια στην Ελλάδα, και τότε οι πρόγονοί μας νίκησαν τους δικούς τους και στη στεριά και στη θάλασσα. Απόδειξη γι᾽ αυτές τις νίκες είναι τα τρόπαια που βλέπουμε, μα πιο μεγάλη απόδειξη είναι η ελευθερία των πόλεων, όπου εσείς γεννηθήκατε και ανατραφήκατε. Γιατί κανέναν άνθρωπο δεν έχετε κυρίαρχο και δεν λατρεύετε άλλον, παρά μονάχα τους θεούς. Από τέτοιους προγόνους κατάγεστε. [3.2.14] Δεν θέλω να πω μ᾽ αυτά πως εσείς τους ντροπιάζετε, αφού πριν λίγες μέρες αντιμετωπίσατε τους απογόνους εκείνων των Περσών και τους νικήσατε με τη βοήθεια των θεών, παρόλο που ήταν πολύ περισσότεροί σας. [3.2.15] Και αφού φαινόσασταν γενναίοι τότε που πολεμούσατε να κάμετε τον Κύρο βασιλιά, τώρα, που αγωνίζεστε για τη δική σας σωτηρία, ταιριάζει να είστε πολύ γενναιότεροι και προθυμότεροι. [3.2.16] Μα τούτη τη φορά πρέπει να έχετε και μεγαλύτερη τόλμη απέναντι στους εχθρούς. Γιατί τότε, παρόλο που δεν τους είχατε δοκιμάσει και βλέπατε πως ήταν αμέτρητοι, όμως πήρατε το θάρρος να βαδίσετε καταπάνω τους με την πατροπαράδοτη παλικαριά. Και τώρα που τους έχετε δοκιμάσει και ξέρετε πως δεν θέλουν να σας αντιστέκονται, παρόλο που είναι πολύ περισσότεροί σας, ποιός λόγος υπάρχει πια να τους φοβόσαστε; [3.2.17] Ούτε όμως γι᾽ αυτό να νομίζετε πως υστερείτε, επειδή δηλαδή οι στρατιώτες του Αριαίου, που ήταν πρωτύτερα μαζί μας, τώρα έφυγαν από μας και πήγαν με τους εχθρούς. Γιατί αυτοί είναι ακόμα πιο δειλοί από τους νικημένους αντιπάλους μας, κι έτσι πήγαν με κείνους κι άφησαν εμάς. Μα όσους έχουν τη διάθεση να το βάζουν πρώτοι στα πόδια, είναι πολύ προτιμότερο να τους βλέπουμε στην παράταξη των εχθρών παρά στη δική μας. [3.2.18] Αν πάλι κάποιος από σας στενοχωριέται που εμείς δεν έχουμε ιππικό, ενώ οι εχθροί έχουν πολύ, να σκεφτείτε πως οι δέκα χιλιάδες ιππείς δεν είναι τίποτε άλλο παρά δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Γιατί ποτέ ως τώρα στη μάχη δεν σκοτώθηκε κανένας από δάγκωμα ή από κλωτσιά αλόγου, παρά οι στρατιώτες είναι εκείνοι που κατορθώνουν ό,τι γίνεται στις μάχες. [3.2.19] Με αυτά τα δεδομένα, εμείς βρισκόμαστε σε πολύ σταθερότερο όχημα από τους ιππείς. Γιατί εκείνοι είναι κρεμασμένοι πάνω σε άλογα και φοβούνται όχι μονάχα εμάς, αλλά και μήπως πέσουν κάτω. Ενώ εμείς, που βαδίζουμε πάνω στη γη, πολύ δυνατότερα θα χτυπήσουμε όποιον μας ζυγώσει και πολύ ευκολότερα θα πετύχουμε όποιον θέλουμε. Μονάχα σ᾽ ένα πράγμα είναι ανώτεροί μας οι ιππείς, στο ότι αυτοί μπορούν να φύγουν με μεγαλύτερη ασφάλεια από μας. [3.2.20] Αν πάλι έχετε θάρρος στις μάχες, στενοχωριέστε όμως απ᾽ αυτό, ότι δηλαδή δεν θα είναι πια οδηγός σας ο Τισσαφέρνης ούτε θα σας δίνει ο βασιλιάς τρόφιμα ν᾽ αγοράζετε, σκεφτείτε ποιό από τα δύο είναι προτιμότερο: Να έχουμε στην πορεία μας οδηγό τον Τισσαφέρνη, που αποδείχτηκε πως μηχανεύεται κακά για μας ή ανθρώπους που θα τους πιάσουμε εμείς αιχμάλωτους και θα τους προστάζουμε να μας οδηγούν; Αυτοί θα ξέρουν κιόλας πως αν μας βλάψουν, θα βλάψουν τη ζωή τους και τα σώματά τους. [3.2.21] Όσο για τα τρόφιμα, τί νομίζετε πως είναι προτιμότερο: να τα ψωνίζουμε από την αγορά που μας ετοίμαζαν αυτοί, όπου μας έδιναν μικρές ποσότητες κι έπαιρναν πολλά χρήματα —τώρα πια κι αυτά μας λείπουν— ή να τα παίρνουμε οι ίδιοι σε όποια ποσότητα θέλει ο καθένας μας, αφού θα είμαστε νικητές; [3.2.22] Αν όμως έχετε τη γνώμη πως αυτά είναι καλύτερα όπως τα είπα, αλλά νομίζετε πως τα ποτάμια είναι ένα αξεπέραστο εμπόδιο και πως ξεγελαστήκαμε πολύ που τα περάσαμε, σκεφτείτε μήπως αυτό είναι η μεγαλύτερη ανοησία που έκαμαν οι βάρβαροι. Γιατί όλα τα ποτάμια, κι αν είναι απέραστα μακριά από τις πηγές τους, μπορούν να περαστούν όσο πλησιάζουμε τις πηγές, και τα νερά τους τότε δεν θα μας βρέχουν ούτε τα γόνατα. [3.2.23] Αν τέλος ούτε οι ποταμοί θα μας επιτρέψουν να περάσουμε ούτε θα παρουσιαστεί κανένας οδηγός για την πορεία μας, ακόμα και σ᾽ αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να απογοητευτούμε. Γιατί γνωρίζουμε πως οι Μυσοί, που δεν είναι δυνατό να παραδεχτούμε πως είναι γενναιότεροί μας, κατοικούν μέσα στη χώρα του βασιλιά σε πολλές και πλούσιες και μεγάλες πολιτείες. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Πισίδες. Όσο για τους Λυκάονες, είδαμε με τα μάτια μας πως έχουν πιάσει στους κάμπους κάθε οχυρή τοποθεσία κι έτσι χαίρονται ό,τι βγάζει η περσική χώρα. [3.2.24] Γι᾽ αυτό θα έλεγα ότι δεν είναι ανάγκη να δείχνουμε πως έχουμε ξεκινήσει με σκοπό να πάμε στην πατρίδα, αλλά να κάνουμε τέτοιες ετοιμασίες, σαν να πρόκειται να εγκατασταθούμε εδώ. Γιατί ξέρω πως ο βασιλιάς και στους Μυσούς θα έδινε πολλούς οδηγούς και πολλούς ομήρους, ώστε να είναι σίγουροι πως θα τους στείλει έξω από τη χώρα χωρίς κατεργαριές, και ακόμα και δρόμους θα μπορούσε να τους φτιάξει, αν ήθελαν να φύγουν με τέθριππα. Ξέρω επίσης πως και σ᾽ εμάς θα έκανε τα ίδια με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, αν έβλεπε πως τακτοποιούμε τα πράγματά μας με σκοπό να μείνουμε στη χώρα του. [3.2.25] Φοβούμαι όμως, όταν συνηθίσουμε να ζούμε χωρίς δουλειά και να περνάμε πλούσια ζωή {και να αναπτύξουμε δεσμούς με τις όμορφες και ψηλές γυναίκες των Μήδων και των Περσών}, μήπως ξεχάσουμε το γυρισμό στην πατρίδα σαν τους λωτοφάγους. [3.2.26] Γι᾽ αυτό μου φαίνεται πως είναι σωστό και δίκαιο να προσπαθήσουμε πρώτα να πάμε στην Ελλάδα και στους δικούς μας, και να δείξουμε στους Έλληνες πως θέλουν και είναι φτωχοί, ενώ μπορούν να φέρουν εδώ τους συμπατριώτες που περνούν εκεί στερημένη ζωή, και να τους βλέπουν να ζουν πλούσια. Όλα όμως αυτά τα αγαθά, στρατιώτες, είναι φανερό πως ανήκουν στους νικητές. [3.2.27] Πρέπει λοιπόν να πούμε τούτο, πώς μπορούμε να βαδίζουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια και, αν παρουσιαστεί ανάγκη να πολεμούμε, πώς θα πολεμήσουμε καλύτερα. Πρώτα πρώτα λοιπόν, είπε, μου φαίνεται καλό να κάψουμε ολότελα τ᾽ αμάξια μας, για να μη μας διευθύνουν τα ζώα που τα σέρνουν σαν να είναι στρατηγοί, παρά να βαδίζουμε όπου απαιτεί το συμφέρον του στρατεύματος. Ύστερα να κάψουμε ολότελα και τις σκηνές. Γιατί αυτές μονάχα ενόχληση μας δημιουργούν με τη μεταφορά τους ενώ δεν ωφελούν σε τίποτα ούτε για τη μάχη, ούτε για την προμήθεια των τροφίμων. [3.2.28] Ακόμα πρέπει να ξεφορτωθούμε κι όσες από τις άλλες αποσκευές είναι άχρηστες, και να κρατήσουμε μονάχα όσες μας χρειάζονται για τον πόλεμο ή για τα φαγητά ή τα ποτά. Έτσι πάρα πολλοί από μας θα κρατούν όπλα, ενώ στη μεταφορά των αποσκευών θα χρησιμοποιηθούν ελάχιστοι. Γιατί, όπως ξέρετε, όταν κανείς νικηθεί, όλα τα πράγματά του ανήκουν σε άλλους. Αν όμως νικήσουμε, τότε πρέπει να θεωρούμε και τους εχθρούς σαν αχθοφόρους δικούς μας. [3.2.29] Τώρα μου υπολείπεται να μιλήσω για κείνο που, κατά τη γνώμη μου, είναι σπουδαιότατο. Βλέπετε δηλαδή πως και οι εχθροί δεν τόλμησαν να μας κηρύξουν τον πόλεμο πρωτύτερα, παρά όταν έπιασαν τους στρατηγούς μας. Και τούτο γιατί νόμιζαν πως, όσο υπάρχουν αρχηγοί κι εμείς εκτελούμε τις διαταγές τους, μπορούμε να νικήσουμε στον πόλεμο· αν όμως έπιαναν τους αρχηγούς, νόμιζαν πως εμείς θα καταστραφούμε από την απειθαρχία και την ακαταστασία. [3.2.30] Πρέπει λοιπόν οι τωρινοί αρχηγοί να είναι πολύ πιο δραστήριοι από τους προηγούμενους, ενώ οι στρατιώτες πρέπει να υπακούουν και να πειθαρχούν τώρα περισσότερο από πρώτα. [3.2.31] Κι αν κανένας δεν πειθαρχεί, να πάρουμε απόφαση να τον τιμωρήσει εκείνος που θα τύχει να τον βλέπει, μαζί με τον αρχηγό. Έτσι οι εχθροί θα βγουν πέρα για πέρα γελασμένοι. Γιατί σήμερα κιόλας θα δουν δέκα χιλιάδες Κλέαρχους αντί για έναν, που δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να φανεί δειλός. [3.2.32] Μα είναι πια ώρα να τελειώνω, γιατί μπορεί να φανούν αμέσως οι εχθροί. Σε όποιον λοιπόν αυτά που είπα φαίνονται καλά, ας τα επιδοκιμάσει όσο γίνεται πιο σύντομα για ν᾽ αρχίσουμε να τα εφαρμόζουμε. Αν πάλι υπάρχει καμιά άλλη λύση καλύτερη απ᾽ αυτήν, ας μη διστάσει να την προτείνει και ο πιο άπειρος στρατιώτης. Γιατί όλοι μαζί νιώθουμε την ανάγκη να σωθούμε». |