Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (198a-199b)


[198a] Εἰπόντος δὲ τοῦ Ἀγάθωνος πάντας ἔφη ὁ Ἀριστόδημος ἀναθορυβῆσαι τοὺς παρόντας, ὡς πρεπόντως τοῦ νεανίσκου εἰρηκότος καὶ αὑτῷ καὶ τῷ θεῷ. τὸν οὖν Σωκράτη εἰπεῖν βλέψαντα εἰς τὸν Ἐρυξίμαχον, Ἆρά σοι δοκῶ, φάναι, ὦ παῖ Ἀκουμενοῦ, ἀδεὲς πάλαι δέος δεδιέναι, ἀλλ᾽ οὐ μαντικῶς ἃ νυνδὴ ἔλεγον εἰπεῖν, ὅτι Ἀγάθων θαυμαστῶς ἐροῖ, ἐγὼ δ᾽ ἀπορήσοιμι;
Τὸ μὲν ἕτερον, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, μαντικῶς μοι δοκεῖς εἰρηκέναι, ὅτι Ἀγάθων εὖ ἐρεῖ· τὸ δὲ σὲ ἀπορήσειν, οὐκ οἶμαι.
[198b] Καὶ πῶς, ὦ μακάριε, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, οὐ μέλλω ἀπορεῖν καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλος ὁστισοῦν, μέλλων λέξειν μετὰ καλὸν οὕτω καὶ παντοδαπὸν λόγον ῥηθέντα; καὶ τὰ μὲν ἄλλα οὐχ ὁμοίως μὲν θαυμαστά· τὸ δὲ ἐπὶ τελευτῆς τοῦ κάλλους τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων τίς οὐκ ἂν ἐξεπλάγη ἀκούων; ἐπεὶ ἔγωγε ἐνθυμούμενος ὅτι αὐτὸς οὐχ οἷός τ᾽ ἔσομαι οὐδ᾽ ἐγγὺς τούτων οὐδὲν καλὸν εἰπεῖν, ὑπ᾽ αἰσχύνης ὀλίγου [198c] ἀποδρὰς ᾠχόμην, εἴ πῃ εἶχον. καὶ γάρ με Γοργίου ὁ λόγος ἀνεμίμνῃσκεν, ὥστε ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη· ἐφοβούμην μή μοι τελευτῶν ὁ Ἀγάθων Γοργίου κεφαλὴν δεινοῦ λέγειν ἐν τῷ λόγῳ ἐπὶ τὸν ἐμὸν λόγον πέμψας αὐτόν με λίθον τῇ ἀφωνίᾳ ποιήσειεν. καὶ ἐνενόησα τότε ἄρα καταγέλαστος ὤν, ἡνίκα ὑμῖν ὡμολόγουν ἐν τῷ μέρει μεθ᾽ [198d] ὑμῶν ἐγκωμιάσεσθαι τὸν Ἔρωτα καὶ ἔφην εἶναι δεινὸς τὰ ἐρωτικά, οὐδὲν εἰδὼς ἄρα τοῦ πράγματος, ὡς ἔδει ἐγκωμιάζειν ὁτιοῦν. ἐγὼ μὲν γὰρ ὑπ᾽ ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν περὶ ἑκάστου τοῦ ἐγκωμιαζομένου, καὶ τοῦτο μὲν ὑπάρχειν, ἐξ αὐτῶν δὲ τούτων τὰ κάλλιστα ἐκλεγομένους ὡς εὐπρεπέστατα τιθέναι· καὶ πάνυ δὴ μέγα ἐφρόνουν ὡς εὖ ἐρῶν, ὡς εἰδὼς τὴν ἀλήθειαν τοῦ ἐπαινεῖν ὁτιοῦν. τὸ δὲ ἄρα, ὡς ἔοικεν, οὐ τοῦτο ἦν τὸ καλῶς ἐπαινεῖν ὁτιοῦν, ἀλλὰ τὸ ὡς [198e] μέγιστα ἀνατιθέναι τῷ πράγματι καὶ ὡς κάλλιστα, ἐάν τε ᾖ οὕτως ἔχοντα ἐάν τε μή· εἰ δὲ ψευδῆ, οὐδὲν ἄρ᾽ ἦν πρᾶγμα. προυρρήθη γάρ, ὡς ἔοικεν, ὅπως ἕκαστος ἡμῶν τὸν Ἔρωτα ἐγκωμιάζειν δόξει, οὐχ ὅπως ἐγκωμιάσεται. διὰ ταῦτα δὴ οἶμαι πάντα λόγον κινοῦντες ἀνατίθετε τῷ Ἔρωτι, καί φατε αὐτὸν τοιοῦτόν τε εἶναι καὶ τοσούτων αἴτιον, ὅπως ἂν [199a] φαίνηται ὡς κάλλιστος καὶ ἄριστος, δῆλον ὅτι τοῖς μὴ γιγνώσκουσιν —οὐ γὰρ δήπου τοῖς γε εἰδόσιν— καὶ καλῶς γ᾽ ἔχει καὶ σεμνῶς ὁ ἔπαινος. ἀλλὰ γὰρ ἐγὼ οὐκ ᾔδη ἄρα τὸν τρόπον τοῦ ἐπαίνου, οὐ δ᾽ εἰδὼς ὑμῖν ὡμολόγησα καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει ἐπαινέσεσθαι. ἡ γλῶσσα οὖν ὑπέσχετο, ἡ δὲ φρὴν οὔ· χαιρέτω δή. οὐ γὰρ ἔτι ἐγκωμιάζω τοῦτον τὸν τρόπον —οὐ γὰρ ἂν δυναίμην— οὐ μέντοι ἀλλὰ τά γε ἀληθῆ, [199b] εἰ βούλεσθε, ἐθέλω εἰπεῖν κατ᾽ ἐμαυτόν, οὐ πρὸς τοὺς ὑμετέρους λόγους, ἵνα μὴ γέλωτα ὄφλω. ὅρα οὖν, ὦ Φαῖδρε, εἴ τι καὶ τοιούτου λόγου δέῃ, περὶ Ἔρωτος τἀληθῆ λεγόμενα ἀκούειν, ὀνομάσει δὲ καὶ θέσει ῥημάτων τοιαύτῃ ὁποία δἄν τις τύχῃ ἐπελθοῦσα.
Τὸν οὖν Φαῖδρον ἔφη καὶ τοὺς ἄλλους κελεύειν λέγειν, ὅπῃ αὐτὸς οἴοιτο δεῖν εἰπεῖν, ταύτῃ.
Ἔτι τοίνυν, φάναι, ὦ Φαῖδρε, πάρες μοι Ἀγάθωνα σμίκρ᾽ ἄττα ἐρέσθαι, ἵνα ἀνομολογησάμενος παρ᾽ αὐτοῦ οὕτως ἤδη λέγω.


Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ:
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΝ
[198a] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Η ομιλία του Αγάθωνα, μου διηγήθηκε ο Αριστόδημος, ξεσήκωσε τις ζωηρές επιδοκιμασίες όλης της ομήγυρης, μια και η αγόρευση του νεαρού αποδείχτηκε αντάξια της φήμης του, και του θεού. Λοιπόν ο Σωκράτης έριξε το βλέμμα του στον Ερυξίμαχο και είπε: «Τώρα, γιε του Ακουμενού, του φώναξε, εξακολουθείς να πιστεύεις ότι ο φόβος που με κυρίεψε εδώ και ώρα ήταν αδικαιολόγητος; δε σου φαίνεται, αντίθετα, ότι τα όσα είπα τώρα δα ήταν λόγια μάντη, ότι η ομιλία του Αγάθωνα θα ήταν θαυμάσια, κι εγώ δε θα ᾽χω τί να πω;».
«Για το πρώτο, αποκρίθηκε ο Ερυξίμαχος, δηλαδή ότι ο Αγάθων θα μιλήσει ωραία, παραδέχομαι ότι ναι, μίλησες σαν μάντης· όμως το άλλο, ότι δε θα ᾽χεις τί να πεις, δεν το πολυπιστεύω».
[198b] «Και πώς, ευλογημένε άνθρωπε, είπε ο Σωκράτης, κι εγώ και οποιοσδήποτε άλλος, θα βρω κάτι να πω, υποχρεωμένος να μιλήσω, ύστερ᾽ από την τόσο ωραία και τόσο πλούσια ομιλία που ακούσαμε; Βέβαια, σ᾽ όλη της την έκταση δεν προκαλούσε τον ίδιο θαυμασμό· όμως, στην τελευταία παράγραφο, τί ανείπωτη ομορφιά των λέξεων και των φράσεων, ποιόν ακροατή δεν άφησε άναυδο! Νά εγώ, με τη σκέψη ότι ο ίδιος δε θα μπορούσα ούτε κατά προσέγγιση να μιλήσω τόσο όμορφα, λίγο έλειψε [198c] να το βάλω στα πόδια και να γίνω καπνός απ᾽ τη ντροπή μου, αν έβρισκα κάποιο τρόπο. Γιατί η ομιλία του μου θύμιζε τον Γοργία, κι ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό που λέει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως με το τέλος του λόγου του ο Αγάθων εκσφενδονίσει την κεφαλή του δεινού αγορητή Γοργία καταπάνω στην αγόρευσή μου και με πετρώσει — να μην μπορώ λέξη να βγάλω απ᾽ το στόμα μου. Και ήρθα και συλλογίστηκα τότε ότι σίγουρα ήμουν καταγέλαστος, όταν συγκατατέθηκα κι εγώ να καταθέσω την εισφορά μου, [198d] όπως κι εσείς, στο εγκώμιο του Έρωτα, κι είπα ότι είμαι αυθεντία στο θέμα του Έρωτα, την ώρα που είχα απόλυτη άγνοια για το πράγμα, ποιές ήταν οι προδιαγραφές, για να εγκωμιάσει κανείς οτιδήποτε. Γιατί εγώ, με το μικρό μου μυαλό, πίστευα ότι οφείλουμε να λέμε την αλήθεια για καθετί που εγκωμιάζουμε, κι αυτό οπωσδήποτε να το εξασφαλίζουμε· κι από όσα ανταποκρίνονται στην αλήθεια, να διαλέγουμε τα πιο ωραία και να κάνουμε την πιο ευπρόσωπη παρουσίασή τους· και τέλος πάντων είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι θα κάνω μια ωραία ομιλία, αφού ήξερα την ορθή μέθοδο για να εγκωμιάζω οτιδήποτε· στην πραγματικότητα όμως, απ᾽ ό,τι φαίνεται, αυτές δεν ήταν οι ορθές προδιαγραφές για να εγκωμιάζουμε οτιδήποτε, αλλά το να σωρεύεις [198e] για το αντικείμενο του εγκωμίου τα μεγαλύτερα και ωραιότερα προτερήματα, είτε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είτε όχι· και ψέματα να είναι, δεν τρέχει τίποτε· γιατί, όπως φαίνεται, ο όρος που είχε συμφωνηθεί από την αρχή ήταν, ο καθένας μας να δώσει την εντύπωση ότι εγκωμιάζει τον Έρωτα κι όχι να του πλέξει πραγματικό εγκώμιο. Αυτός είναι ο λόγος, υποθέτω, που και τί δεν κάνατε για να σωρεύσετε προτερήματα στον Έρωτα, και ισχυρίζεστε ότι είναι όπως τον εμφανίζετε, και πρόξενος τόσων και τόσων αγαθών, για να [199a] φανεί όσο γίνεται πιο ωραίος και ανώτερος (ολοφάνερα σ᾽ όσους δεν τον ξέρουν κι όχι βέβαια σ᾽ όσους τον ξέρουν), και ιδού το εγκώμιό σας, όμορφο και επιβλητικό. Αλλά εγώ, σας βεβαιώνω, αγνοούσα ότι αυτός ήταν ο τρόπος του εγκωμιασμού, και αγνοώντας τον συγκατατέθηκα να του κάνω κι εγώ με τη σειρά μου το εγκώμιο. Λοιπόν,
η γλώσσα το υποσχέθηκε, μα ο νους το απαρνιέται,
ας πάει στο καλό λοιπόν. Γιατί αρνούμαι να κάνω εγκώμιο μ᾽ αυτό τον τρόπο —αφού θα μου ήταν αδύνατο· ξεχάστε το! αλλά, [199b] αν δέχεστε, θέλω να πω την αλήθεια, ακολουθώντας τον δικό μου δρόμο, διαφορετικό απ᾽ αυτόν που ακολούθησαν οι ομιλίες σας, για να μην εκτεθώ σε γελοιοποίηση. Λοιπόν, Φαίδρε, σκέψου αν έχει τη θέση της και μια τέτοια ομιλία, ν᾽ ακουστεί η αλήθεια για τον Έρωτα — κι όσο για το λεξιλόγιο και τους εκφραστικούς τρόπους, όπως θα τα φέρει η ροή του λόγου».
Λοιπόν, συνέχισε ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος και οι άλλοι τον παρακινούσαν να πάρει το λόγο και να μιλήσει με όποιον τρόπο ο ίδιος έκρινε σωστό.
«Και κάτι ακόμα, Φαίδρε, είπε ο Σωκράτης· παράδωσέ μου για λίγη ώρα τον Αγάθωνα, να τον ρωτήσω κάτι ψιλοπράγματα, ώστε, έχοντας αποσπάσει τη συμφωνία του, ν᾽ αρχίσω πια την ομιλία μου».