Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΝ [198a] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Η ομιλία του Αγάθωνα, μου διηγήθηκε ο Αριστόδημος, ξεσήκωσε τις ζωηρές επιδοκιμασίες όλης της ομήγυρης, μια και η αγόρευση του νεαρού αποδείχτηκε αντάξια της φήμης του, και του θεού. Λοιπόν ο Σωκράτης έριξε το βλέμμα του στον Ερυξίμαχο και είπε: «Τώρα, γιε του Ακουμενού, του φώναξε, εξακολουθείς να πιστεύεις ότι ο φόβος που με κυρίεψε εδώ και ώρα ήταν αδικαιολόγητος; δε σου φαίνεται, αντίθετα, ότι τα όσα είπα τώρα δα ήταν λόγια μάντη, ότι η ομιλία του Αγάθωνα θα ήταν θαυμάσια, κι εγώ δε θα ᾽χω τί να πω;». «Για το πρώτο, αποκρίθηκε ο Ερυξίμαχος, δηλαδή ότι ο Αγάθων θα μιλήσει ωραία, παραδέχομαι ότι ναι, μίλησες σαν μάντης· όμως το άλλο, ότι δε θα ᾽χεις τί να πεις, δεν το πολυπιστεύω». [198b] «Και πώς, ευλογημένε άνθρωπε, είπε ο Σωκράτης, κι εγώ και οποιοσδήποτε άλλος, θα βρω κάτι να πω, υποχρεωμένος να μιλήσω, ύστερ᾽ από την τόσο ωραία και τόσο πλούσια ομιλία που ακούσαμε; Βέβαια, σ᾽ όλη της την έκταση δεν προκαλούσε τον ίδιο θαυμασμό· όμως, στην τελευταία παράγραφο, τί ανείπωτη ομορφιά των λέξεων και των φράσεων, ποιόν ακροατή δεν άφησε άναυδο! Νά εγώ, με τη σκέψη ότι ο ίδιος δε θα μπορούσα ούτε κατά προσέγγιση να μιλήσω τόσο όμορφα, λίγο έλειψε [198c] να το βάλω στα πόδια και να γίνω καπνός απ᾽ τη ντροπή μου, αν έβρισκα κάποιο τρόπο. Γιατί η ομιλία του μου θύμιζε τον Γοργία, κι ούτε λίγο ούτε πολύ αυτό που λέει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως με το τέλος του λόγου του ο Αγάθων εκσφενδονίσει την κεφαλή του δεινού αγορητή Γοργία καταπάνω στην αγόρευσή μου και με πετρώσει — να μην μπορώ λέξη να βγάλω απ᾽ το στόμα μου. Και ήρθα και συλλογίστηκα τότε ότι σίγουρα ήμουν καταγέλαστος, όταν συγκατατέθηκα κι εγώ να καταθέσω την εισφορά μου, [198d] όπως κι εσείς, στο εγκώμιο του Έρωτα, κι είπα ότι είμαι αυθεντία στο θέμα του Έρωτα, την ώρα που είχα απόλυτη άγνοια για το πράγμα, ποιές ήταν οι προδιαγραφές, για να εγκωμιάσει κανείς οτιδήποτε. Γιατί εγώ, με το μικρό μου μυαλό, πίστευα ότι οφείλουμε να λέμε την αλήθεια για καθετί που εγκωμιάζουμε, κι αυτό οπωσδήποτε να το εξασφαλίζουμε· κι από όσα ανταποκρίνονται στην αλήθεια, να διαλέγουμε τα πιο ωραία και να κάνουμε την πιο ευπρόσωπη παρουσίασή τους· και τέλος πάντων είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση ότι θα κάνω μια ωραία ομιλία, αφού ήξερα την ορθή μέθοδο για να εγκωμιάζω οτιδήποτε· στην πραγματικότητα όμως, απ᾽ ό,τι φαίνεται, αυτές δεν ήταν οι ορθές προδιαγραφές για να εγκωμιάζουμε οτιδήποτε, αλλά το να σωρεύεις [198e] για το αντικείμενο του εγκωμίου τα μεγαλύτερα και ωραιότερα προτερήματα, είτε ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είτε όχι· και ψέματα να είναι, δεν τρέχει τίποτε· γιατί, όπως φαίνεται, ο όρος που είχε συμφωνηθεί από την αρχή ήταν, ο καθένας μας να δώσει την εντύπωση ότι εγκωμιάζει τον Έρωτα κι όχι να του πλέξει πραγματικό εγκώμιο. Αυτός είναι ο λόγος, υποθέτω, που και τί δεν κάνατε για να σωρεύσετε προτερήματα στον Έρωτα, και ισχυρίζεστε ότι είναι όπως τον εμφανίζετε, και πρόξενος τόσων και τόσων αγαθών, για να [199a] φανεί όσο γίνεται πιο ωραίος και ανώτερος (ολοφάνερα σ᾽ όσους δεν τον ξέρουν κι όχι βέβαια σ᾽ όσους τον ξέρουν), και ιδού το εγκώμιό σας, όμορφο και επιβλητικό. Αλλά εγώ, σας βεβαιώνω, αγνοούσα ότι αυτός ήταν ο τρόπος του εγκωμιασμού, και αγνοώντας τον συγκατατέθηκα να του κάνω κι εγώ με τη σειρά μου το εγκώμιο. Λοιπόν, η γλώσσα το υποσχέθηκε, μα ο νους το απαρνιέται, ας πάει στο καλό λοιπόν. Γιατί αρνούμαι να κάνω εγκώμιο μ᾽ αυτό τον τρόπο —αφού θα μου ήταν αδύνατο· ξεχάστε το! αλλά, [199b] αν δέχεστε, θέλω να πω την αλήθεια, ακολουθώντας τον δικό μου δρόμο, διαφορετικό απ᾽ αυτόν που ακολούθησαν οι ομιλίες σας, για να μην εκτεθώ σε γελοιοποίηση. Λοιπόν, Φαίδρε, σκέψου αν έχει τη θέση της και μια τέτοια ομιλία, ν᾽ ακουστεί η αλήθεια για τον Έρωτα — κι όσο για το λεξιλόγιο και τους εκφραστικούς τρόπους, όπως θα τα φέρει η ροή του λόγου». Λοιπόν, συνέχισε ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος και οι άλλοι τον παρακινούσαν να πάρει το λόγο και να μιλήσει με όποιον τρόπο ο ίδιος έκρινε σωστό. «Και κάτι ακόμα, Φαίδρε, είπε ο Σωκράτης· παράδωσέ μου για λίγη ώρα τον Αγάθωνα, να τον ρωτήσω κάτι ψιλοπράγματα, ώστε, έχοντας αποσπάσει τη συμφωνία του, ν᾽ αρχίσω πια την ομιλία μου».
|