Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος άφησαν τον φονικόν αγώνα
και οι Τρώες, και απ᾽ τες άμαξες εξέζεψαν τους ίππους,
245και εις σύνοδον συνάχθηκαν, για δείπνο πριν φροντίσουν,
όλοι ορθοί, μηδέ κανείς τολμούσε να καθίσει·
τρόμος τους πήρε απ᾽ την στιγμήν που εφάνηκε ο Πηλείδης,
που έλειπε απ᾽ τον πόλεμον τόσον καιρόν στα πλοία.
Ο Πολυδάμας άρχισε να λέγει ο Πανθοΐδης
250που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι, ο φίλος
του Έκτορος, στην ίδιαν την νύκτα γεννημένοι·
ο ένας στ᾽ άρματα καλός, ο άλλος εις τον λόγον.
Εκείνος τότε ομίλησε με καλήν γνώμην κι είπε:
«Καλά σκεφθείτε αγαπητοί· κι εγώ σας συμβουλεύω
255στην πόλιν να γυρίσομεν, η αυγή να μη μας έβρει
εδώ σιμά στα πλοία τους μακράν από τα τείχη.
Ενόσω εθύμωνεν αυτός προς τον θεϊκόν Ατρείδην
ο αγώνας με τους Αχαιούς τόσον δεν είχε κόπον·
τότ᾽ εκοιμόμουν ήσυχα κι εγώ σιμά στα πλοία
260καθώς να τα πατήσομε με ζέσταιν᾽ η ελπίδα.
Τώρα φοβούμαι τρομερά τον θείον Αχιλλέα·
ως έχει ακράτητην ψυχήν, να μείνει στην πεδιάδα
δεν θα θελήσει, όπου Αχαιοί μοιράζονται και Τρώες
του Άρη όλην την δύναμιν, αλλά θα πολεμήσει
265σ᾽ αγώνα για την πόλιν μας και για τα θηλυκά μας.
Στα τείχη μας ας γύρομε, και ακούσετε τον λόγον·
η θεία νύκτα απόκοψε τον τρομερόν Πηλείδην
τώρα· αλλ᾽ αν αύριο μας εβρεί στον τόπον, θέλει ορμήσει
με τ᾽ άρματά του και καθείς ποιος είν᾽ αυτός θα μάθει.
270Χαρά σ᾽ αυτόν που φεύγοντας θα φθάσει στην Τρωάδα
ότι σκυλιά και κόρακες πολλούς θενά σπαράξουν
των Τρώων· τέτοιαν συμφοράν τ᾽ αυτιά μου μην ακούσουν.
Κι εάν, με πόνον της ψυχής, δεχθούμε αυτό που λέγω,
την νύκτα μες στην αγοράν την δύναμιν κρατούμεν,
275πύργοι και πύλες υψηλές με μακριές σανίδες
καλόξυστες, συναρμοστές την πόλιν περιφράζουν·
και το ταχύ με τ᾽ άρματα στους πύργους θα στηθούμε.
Και αν θέλει απ᾽ τα καράβια του στο τείχος ας ορμήσει,
τόσο χειρότερο γι᾽ αυτόν, ότι θα γύρει οπίσω,
280αφού τ᾽ άγρια πουλάρια του θα κουρασθεί να τρέχει
εδώ κ᾽ εκεί, δεξιά ζερβιά, στην πόλιν αποκάτω.
Μέσα στο τείχος να χυθεί ποτέ δεν θα τολμήσει·
πριν το πατήσει, σπάραγμα θα γίνει αυτός των σκύλων».
Μ᾽ άγριο βλέμμα του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
285«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ᾽ είπες, Πολυδάμα·
μας λέγεις να γυρίσομε στην πόλιν να κλεισθούμε·
ακόμη δεν χορτάσατε κλεισμένοι μες στα τείχη;
Έλεγαν πριν όλ᾽ οι θνητοί την πόλιν του Πριάμου
πολύχαλκην, πολύχρυσην, τώρα εχαθήκαν τόσοι
290από τα σπίτια θησαυροί, κι επήγαν πουλημένα,
στην Μαιονίαν την τερπνήν, και στην Φρυγίαν άλλα
αφότου μας εμίσησεν ο ύψιστος Κρονίδης.
Και τώρα οπού μας έδωκεν εις τα καράβια νίκην,
να σπρώξουμε τους Αχαιούς στην θάλασσαν, μη βγάζεις
295τέτοιους στα πλήθη στοχασμούς, ω συ ξεμωραμένε·
δεν θα σ᾽ αφοκρασθεί κανείς, ενόσω ζω και πνέω.
Αλλ᾽ ό,τι τώρα εγώ ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Εις τον στρατόν δειπνήσετε στο τάγμα του καθένας
και όλοι βάλετ᾽ άγρυπνον στην φύλαξιν τον νουν σας.
300Κι εκείνος που περήφανα βαρύνεται τα πλούτη,
ας τα σωρεύσει χάρισμα τα πλήθη να τα φάγουν·
καλύτερα παρ᾽ οι Αχαιοί να τα χαρούν εκείνοι.
Και θα χυθούμε το ταχύ με τ᾽ άρματά μας όλοι
ν᾽ ανάψομε τον πόλεμον εμπρός στα κοίλα πλοία.
305Κι εάν ο θείος Αχιλλεύς σηκώθη από τα πλοία,
τόσο χειρότερα γι᾽ αυτόν· δεν φεύγω από την μάχην
εγώ κι εμπρός του να στηθώ, να πάρει αυτός της νίκης
την δόξαν ή να πάρω εγώ· είναι κοινός ο Άρης,
και παίρνει την ζωήν ανδρός κει που θα εφόνευ᾽ άλλον».
|