Και ωστόσο με φρικτές κραυγές των Αχαιών τα πλήθη,
καθώς τους έβαλεν εμπρός ο ανθρωποφόνος Έκτωρ,
150έπεσαν εις τες πρύμνες τους, στην αύραν του Ελλησπόντου.
Ουδέ θα επαίρναν οι Αχαιοί το σώμα του Πατρόκλου
από τ᾽ ακόντια, τον νεκρόν του φίλου του Πηλείδη.
Ότ᾽ είχαν φθάσει επάνω του πλήθος ανδρών και ίππων
και ωσάν την φλόγα ορμητικός ο Πριαμίδης Έκτωρ.
155Και από τα πόδια τρεις φορές τον άδραξεν ο Έκτωρ
και προς τους Τρώας κραύγαζε να ορμήσουν να τον πάρουν,
και τρεις φορές οι Αίαντες ντυμένοι ανδραγαθίαν,
τον τίναξαν απ᾽ τον νεκρόν· και ακλόνητος εκείνος
στην μάχην πότ᾽ εχύνετο και πότ᾽ εσταματούσε
160κραυγάζοντας, αλλά ποτέ δεν έκανε τα οπίσω.
Και όπως λιοντάρι πύρινο, της πείνας λυσσασμένο,
βοσκοί να διώξουν δεν μπορούν από πεσμένο σώμα,
παρόμοια δεν κατόρθωνεν η ανδρεία των Αιάντων
τον Έκτορ᾽ από τον νεκρόν ποσώς ν᾽ απομακρύνουν
165κι είχε τον σύρει δοξαστός να γίνει στον αιώνα.
Αλλ᾽ έτρεξε απ᾽ τον Όλυμπον η ανεμόποδ᾽ Ίρις
στον Αχιλλέα να του ειπεί στον πόλεμο να ορμήσει,
που απ᾽ όλους τους θεούς κρυφά και ακόμη από τον Δία
η Ήρα την απόστειλε· σιμά του εστάθη κι είπε:
170«Σήκω, Πηλείδη, ω τρομερέ, και δράμε του Πατρόκλου
βοηθός, οπού χάριν αυτού κακή κρατείται μάχη
στες πρύμνες και αντισφάζονται τα πλήθη των ανδρείων.
Μάχονται οι πρώτοι τον νεκρόν απ᾽ τους εχθρούς να σώσουν
και οι Τρώες εις την Ίλιον λυσσούν να τ᾽ ανεβάσουν
175και να τον σύρει λαχταρεί πρώτος ο μέγας Έκτωρ,
και από τον απαλόν λαιμόν να κόψει το κεφάλι
κι έπειτα εκεί στων πύργων του τα ξύλα να το στήσει.
Αλλά σηκώσου, μη σταθείς· ας σε κινήσει σέβας,
τον Πάτροκλόν σου μη χαρούν οι σκύλοι της Τρωάδος.
180Και αν ο νεκρός ατιμασθεί, θα ᾽ναι όνειδος δικό σου».
Ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ᾽ αυτήν αντείπε ο θείος:
«Ίρι θεά, ποιος των θεών σ᾽ έστειλ᾽ εδώ μηνύτραν; »
Σ᾽ εκείνον τότε απάντησεν η ανεμόποδ᾽ Ίρις:
«Η δέσποιν᾽ Ήρα μ᾽ έστειλεν η σύγκλινη του Δία·
185και δεν το ξεύρει μήτ᾽ ο Ζευς μήτε κανείς των άλλων
θεών που οικούν στες κορυφές του χιονισμένου Ολύμπου».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς της αποκρίθη ο θείος:
«Και πώς θα πάω στον πόλεμον; Τ᾽ άρματα εκείνοι επήραν.
Κι εμένα είπε η μητέρα μου να μην εβγώ στην μάχην
190πριν την ιδούν τα μάτια μου εδώ να γύρει οπίσω·
ότι άρματ᾽ απ᾽ τον Ήφαιστον θαρρεί να φέρει ωραία.
Ούδ᾽ άλλου ξέρω αρματωσιά ν᾽ αρμόζει εγώ να ζώσω
ή την ασπίδα οπού φορεί ο Τελαμώνιος Αίας.
Αλλά κι εκείνος προμαχεί, θαρρώ, μες στον αγώνα
195τον πεθαμένον Πάτροκλον να σώσει από τους Τρώας».
«Καλώς γνωρίζομε κι εμείς», του απάντησεν η Ίρις,
«πού τ᾽ άρματα τα ολόλαμπρα κρατούνται, αλλ᾽ όπως είσαι
πήγαινε προς τον χάντακα, φανίσου εκεί των Τρώων,
ίσως αυτοί σε φοβηθούν και από την μάχην παύσουν
200και ξανασάνουν οι Αχαιοί απ᾽ τον βαρύν αγώνα.
Και το μικρό ξανάσαμα στον πόλεμον αξίζει».
|