ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 720ΑΝ. Χώρα αξιέπαινη και πολυδοξασμένη,
έφτασε η ώρα ν᾽ αποδείξεις τη λαμπρή σου φήμη.
ΟΙ. Τί τρέχει πάλι, θυγατέρα;
ΑΝ. Μας έρχεται, πατέρα, ο Κρέων με σπουδή,
όχι ασυντρόφευτος.
ΟΙ. Καλοί μου γέροντες, το βλέπω, κρέμεται τώρα
725από σας η σωτηρία μου.
ΧΟ. Και θα την έχεις. Γιατί αν εμένα με βαραίνουν
τα γεράματα, δεν γέρασε γι᾽ αυτό κι η δύναμη της πόλης μου.
ΚΡΕΩΝ
Άντρες της χώρας, ευγενικοί μου κάτοικοι,
βλέπω στα μάτια σας κάτι σαν φόβο
730να φέρνει ο ερχομός μου.
Μη με φοβάστε όμως και μην αφήσετε άσχημος λόγος
από το στόμα σας να βγει. Γιατί δεν ήλθα με την πρόθεση
να κάνω το κακό. Γέρος ο ίδιος, έχω επίγνωση πως βρίσκομαι
σε πόλη με μεγάλη δύναμη, όση δεν έχει
άλλη πόλη στην Ελλάδα.
735Κι έρχομαι εδώ, στα χρόνια ώριμος, αποσταλμένος
να πείσω αυτόν μαζί μου στη Θήβα να γυρίσει.
Σας βεβαιώνω, δεν είναι ένας που με στέλνει,
προσέρχομαι μ᾽ όλων των πολιτών την εντολή· το επιβάλλει
εξάλλου κι η συγγένεια, να υποφέρω τα παθήματα του Οιδίποδα
όσο κανείς άλλος στην πόλη.
740Έλα λοιπόν, Οιδίποδα ταλαίπωρε, τα λόγια μου άκουσε
και γύρισε μαζί μου στην πατρίδα.
Όλος της Θήβας ο λαός σε προσκαλεί, και με το δίκιο του,
εγώ απ᾽ όλους περισσότερο.
Αν απ᾽ τη φύση μου δεν είμαι κάκιστος,
πονώ με τον δικό σου πόνο, γέροντα, που δύστυχο
745σε βλέπω· ξένος, στα ξένα ν᾽ αλητεύεις στερημένος,
με μια κοπέλα μόνον οδηγό σου.
Δεν το φαντάστηκα ο κακότυχος πως θα μπορούσε
η άμοιρη να φορτωθεί τόση μιζέρια, όση σηκώνει τώρα.
750Μοναδική φροντίδα της εσύ, το πώς θα ζήσεις, στη φτώχια
βουτηγμένη· και μολονότι νέα, του γάμου τις χαρές
δεν γεύεται, έρμαιο στον πρώτο που θα ᾽ρθει να την αρπάξει.
Έριξα μήπως όνειδος βαρύ, ο δύσμοιρος,
σ᾽ εσένα, σ᾽ εμένα, στη γενιά μας;
755Αν όμως στο φως της μέρας τα φανερά δεν κρύβονται,
έλα, Οιδίποδα, στους πατρικούς θεούς μας σε ξορκίζω,
τα λόγια μου άκουσε και κρύψε τις ντροπές μας,
γυρίζοντας στο πατρικό σου σπίτι, στην πόλη τη δική σου,
κι αυτήν εδώ την πόλη αποχαιρέτησε, όπως το αξίζει
άλλωστε. Ωστόσο στην πατρίδα ανήκει πάντα
760ο πιο μεγάλος σεβασμός, είναι η τροφός μας.
|