25Τότε ο θεός μάς βρήκε να κρεμούμε στο καράβι [στρ. β]
τη χαλκόδοντη άγκυρα, το χαλινάρι της γοργής Αργώς.
Δώδεκα μέρες πριν το μεταφέραμε,
μακριά απ᾽ τον Ωκεανό,
πάνω στης γης την έρημη την πλάτη,
το πλεούμενό μας,
που το ᾽χαν σύρει στη στεριά, κατά τις συμβουλές μου.
Κείνη την ώρα κι ο θεός ολόμονος εφάνη,
την πρόσχαρη όψη παίρνοντας ανθρώπου αρχοντικού,
30κι άρχισε να μιλάει με λόγια φιλικά,
καθώς οικοδεσπότης τους ξένους που ᾽λαχε να ᾽ρθουν
ευθύς τούς προσκαλεί σε δείπνο.
Όμως η λαχτάρα του γλυκού γυρισμού [αντ. β]
μάς εμπόδιζε να μείνουμε. Μας έλεγε πώς ήταν
ο Ευρύπυλος, του Γαιηόχου, του αθάνατου Εννοσίδα ο γιος,
κι ένιωθε πως βιαζόμασταν· κι ευθύς
35παίρνοντας χώμα από τη γη με το δεξί του χέρι
στον ξένο δώρο ζήτησε να δώσει ό,τι κοντά του βρήκε.
Τον έπεισε τον ήρωα, και κείνος, πηδώντας στη στεριά,
το χέρι του έσφιξε μες στο δικό του χέρι
και τον ιερό δέχτηκε βώλο.
Μαθαίνω πως τον πήρανε τα κύματα
κάποιο δείλι απ᾽ το καράβι
και χάθηκε στην άρμη του πελάγου,
40το κύμα το θαλάσσιο ακολουθώντας. [επωδ. β]
Κι όμως εγώ συχνά είχα συμβουλέψει
τους συντρόφους, των κόπων μας τους βοηθούς,
καλά να τον φρουρούν, αλλ᾽ έφυγε απ᾽ τον νου τους·
και τώρα χύθηκε σ᾽ εκείνο το νησί
το αθάνατο σπέρμα της ευρύχωρης Λιβύης πριν της ώρας.
Γιατί αν, στο Ταίναρο το ιερό γυρνώντας,
τον είχε ρίξει κοντά στο χθόνιο στόμα του Άδη
45ο Εύφημος, ο γιος ο αρχοντικός του ιππάρχου Ποσειδώνα,
που κάποτε στου Κηφισού τον γέννησε τις όχθες
η Ευρώπη, η θυγατέρα του Τιτυού,
|