ΧΡΕ. Είναι αλήθεια ό,τι λες, φαρμακόγλωσσα σημαδεμένη.
Αλλά μην κοκορεύεσαι, ξύλο θα φας της χρονιάς σου,
αφού ντε και καλά παριστάνεις τη φτώχεια καλύτερην
απ᾽ τον πλούτο. ΠΕΝ. Και συ δεν μπορείς ν᾽ αποδείξεις το ενάντιο.
Κοπανάς φρέσκο αέρα. ΧΡΕ. Γιατί σ᾽ αποφεύγουν οι πάντες;
ΠΕΝ. Προσπαθώ να τους κάνω καλύτερους. Πάρτε παράδειγμα
τα παιδιά. Δεν ακούν τον πατέρα τους τον μυαλωμένο.
Πράμα δύσκολο να ξεχωρίζει κανείς το σωστό!
ΧΡΕ. Σα να λες πως κι ο Δίας το σωστό δεν το ξέρει.
Πλούσιος είναι κι αυτός.
ΒΛΕ. (δείχνει την Πενία)
Και σ᾽ εμάς στέλνει ετούτη!580
ΠΕΝ. Βρε κρονόληροι, ξεμωραμένοι, μυαλά τσιμπλιασμένα,
θ᾽ αποδείξω πως είναι φτωχούλης ο Δίας, φως φανάρι.
Γιατί, πες μου, μαζεύει τους Έλληνες στην Ολυμπία
κάθε τέσσερα χρόνια απ᾽ ολούθες και στους νικητάδες
των αγώνων στεφάνι χαρίζει αγριλιάς; Αν πλουτούσε,
θα τους έδινε μαλαματένιο. ΧΡΕ. Μ᾽ αυτό του το φέρσιμο
δείχνει πόσο αγαπά τα λεφτά. Σφιχτοχέρης μεγάλος
το κρατάει το χρυσάφι για ελόγου του. Στα παλικάρια
δίνει πράσινα φύλλα. ΠΕΝ. Σε βλέπω ότι πας να κολλήσεις
στον πρωτόθεο χειρότερο ελάττωμα κι από τη φτώχεια:590
να ᾽ναι πάμπλουτος κι όμως πεντάρα να μη χαριτώνει.
ΧΡΕ. Η αστραπή να σε κάψει του Δία μ᾽ αγριλιά στεφανάτον!
ΠΕΝ. Με τί θράσος αρνιέσαι πως κάθε καλό σας σ᾽ εμένα
το χρωστάτε; ΧΡΕ. Να πας στην Εκάτη και ρώτα να μάθεις
απ᾽ τα δυο το καλύτερο ποιό να ᾽ναι; πλούτος ή φτώχεια;
Της αφήνουν οι πλούσιοι στο δρόμο ένα δείπνο το μήνα,
αλλά πριν τ᾽ αποθέσουν, τ᾽ αρπάζει ο φτωχός απ᾽ τα χέρια τους.
Άιντε χάσου, βρομερή,
χάσου και μη βγάνεις γρι.
Ό,τι και να τσαμπουνίσεις,
δε με πείθεις κι αν με πείσεις!600
ΠΕΝ. Τί μου λέει, ακούτε, Αργίτες;
ΧΡΕ. Να φωνάξεις τους λεχρίτες,
που μασάν μαζί σου αέρα.
ΠΕΝ. Τί να κάνω η δόλια τώρα!
ΧΡΕ. Άι στο ανάθεμα και πέρα!
ΠΕΝ. Πού να φύγω; Σε ποιά χώρα;
ΧΡΕ. Πήγαινε να κρεμαστείς
όσο γρήγορα μπορείς.
ΠΕΝ. Γρήγορα μετανιωμένοι
θα παρακαλάτε πάλι
να ξανάρθω στην Αθήνα.
ΧΡΕ. Τότε να ξανάρθεις πίσου,
όμως τώρα ξεκουμπίσου.610
Θέλω πλούτη, θέλω κάλλη
και συ βάρα το κεφάλι.
ΒΛΕ. Θέλω πλούτη κι αρχοντιά
να γλεντάω με τα παιδιά
και με την κυρά μου εγώ.
Κάθε που απ᾽ το μπάνιο βγω
και προβαίνω λαμπερός,
όποιον δουλευτή μπροστά μου
κι όπου εσένα σ᾽ ανταμώνω
να σας κλάνω ίσια στη μύτη.
(Η Πενία φεύγει)
|