ΚΟΡ. Μέρα ποθητή σε δίκιους και σε αγρότες, με χαρά
σε είδα, και να χαιρετήσω τ᾽ αμπελάκι μου ποθώ·
κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια τις συκιές που φύτευα,
νιος σαν ήμουν, η ψυχή μου ν᾽ αγκαλιάσει λαχταρά.
560ΤΡΥ. Λοιπόν, φίλοι μου, ας δεηθούμε πρώτα πρώτα στη θεά,
που από πάνω μας λοφία και Γοργόνες έδιωξε·
έπειτ᾽ ας προμηθευτούμε τίποτα παστά, καλά
για την εξοχή, κι αμέσως στα χωράφια ας τρέξουμε.
ΕΡΜ. Ω, η ομάδα τους τί ωραία, Ποσειδώνα, που σφαντά,
σαν μπουρέκι, σαν τσιμπούσι, και πυκνή κι αστραφτερή.
ΤΡΥ. Το καλοφτιαγμένο, αλήθεια, βωλοκόπι κοίτα πώς
λάμπει, και στον ήλιο μέσα τα τρικράνια αστράφτουνε·
αν στ᾽ αμπέλι μέσα πέσουν, θα τα νιώσει αυτό καλά.
Στο χωράφι μου να σύρω τώρα λαχταράω κι εγώ,
570κι έπειτ᾽ από τόσα χρόνια να το στρώσω στο τσαπί.
Μα τη ζήση την παλιά μας
θυμηθείτε, αγαπητοί μου,
που μας χάριζε η Ειρήνη,
τις ωραίες εκείνες πίτες
με τα σύκα, με τα μύρτα,
το γλυκόπιοτο κρασάκι,
τη βραγιά των μενεξέδων
στο πηγάδι πλάι, κι ακόμα
τις ελιές που λαχταρούμε,
580και για τα καλά όλα τούτα
προσφωνήστε τη θεά.
ΧΟΡ. Χαίρε, ω χαίρε, αγαπημένη· ω η χαρά μας που ήρθες πια!
Σε ποθούσα κι έλιωνα
κι ο καημός μου ήταν βαθύς
στο χωράφι να διαβώ.
Διάφορο μεγάλο εσύ ᾽σουν, ω παμπόθητη, για μας,
για όλους που περνούσαμε
σαν ξωμάχοι· μόνη εσύ
590τ᾽ αγαθά μάς χάριζες.
Στο δικό σου τον καιρό
χίλια βλέπαμε καλά
και γλυκά κι ανέξοδα.
Σωτηρία και χλωροσίτι των γεωργών εσύ ᾽σουνα.
Κι έτσι, αμπέλια, νέες συκιές,
κι όλα τ᾽ άλλα δεντρικά
με χαρά θα σε δεχτούν
600και με το χαμόγελο.
|