ΚΟΡ. Σοφός ήτανε ο άνθρωπος που έλεγε πως,
και τους δυο πριν ακούσεις διαδίκους,
δεν μπορείς να δικάσεις. Νά, τώρα κι εγώ
λέω πως είναι μαζί σου το δίκιο·
την οργή μου μαϊνάρω απ᾽ αυτή τη στιγμή
και πετώ καταγής το ραβδί μου.
Ο Κορυφαίος και αμέσως και τα άλλα μέρη του Χορού
αφήνουν τα ραβδιά που κρατούσαν ως τώρα.
ΚΟΡ., στο Φιλοκλέωνα.
Τώρα, σύντροφε εσύ της δικής μας γενιάς,
του δικού μας θιάσου, άκουσέ μας.
ΧΟΡ. Άκου του γιου τα λόγια τα σοφά·
730όχι στρυφνάδα, πείσμα κι αμυαλιά.
Να ᾽χα κι εγώ ένα φίλο ή συγγενή,
στο δρόμο το σωστό να μ᾽ οδηγεί.
Εσένα φανερά κάποιος θεός
τώρα σου παραστέκεται βοηθός·
καλό σού κάνει σε όλους μας μπροστά·
δέξου τον, φίλε, μ᾽ ανοιχτή καρδιά.
ΒΔΕ. Θα τον ζήσω καλά· όσα ποθεί
ένας γέρος, θα τα ᾽χει· χυλό,
μια γουνίτσα, παλτό μαλακό,
μια κοπέλα καλή, που εντριβές
740να του κάνει στη μέση κι αλλού.
Μα απ᾽ το στόμα του λέξη δε βγάζει, κι αυτό
δε μ᾽ αρέσει καθόλου.
ΧΟΡ. Μια τρέλα τον κρατούσε πριν, αλλά
φαίνεται τώρα θ᾽ άλλαξε μυαλά·
θ᾽ αναμετράει εκείνα που έχεις πει
κι ίσως να λέει: «Τί πλάνη ήταν κι αυτή!»
Τις συμβουλές σου αρνιόταν πρώτα, μα
να βρει ίσως τρόπο τώρα πολεμά
ν᾽ αφήσει τις συνήθειες τις παλιές
και να συμμορφωθεί μ᾽ αυτά που θες.
ΦΙΛ. Συφορά! ΒΔΕ. Τί φωνάζεις καλέ;
750ΦΙΛ. Να μου λείπουν αυτά που μου τάζεις εσύ·
δεν τα θέλω· άλλα θέλω· αχ εκεί να βρεθώ
που του κήρυκα λέει η φωνή:
«Ποιός δεν ψήφισε; Ας έρθει.» Κι εγώ
τελευταίος ψηφοφόρος να πάω να σταθώ
μπρος στις κάλπες· εκεί!
Τρέξε, τρέξε ψυχή μου. Μα πού είν᾽ η ψυχή;
Άφησέ με, ισκιερή. Σα θα πάω δικαστής,
συφορά του, τ᾽ ορκίζομαι, αν τώρα κι εμπρός,
αν τσακώσω τον Κλέωνα να κλέβει.
|