Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (3.1.26-3.1.47)
[3.1.26] Ὁ μὲν ταῦτ᾽ ἔλεξεν, οἱ δὲ ἀρχηγοὶ ἀκούσαντες ἡγεῖσθαι ἐκέλευον πάντες, πλὴν Ἀπολλωνίδης τις ἦν βοιωτιάζων τῇ φωνῇ· οὗτος δ᾽ εἶπεν ὅτι φλυαροίη ὅστις λέγει ἄλλως πως σωτηρίας ἂν τυχεῖν ἢ βασιλέα πείσας, εἰ δύναιτο, καὶ ἅμα ἤρχετο λέγειν τὰς ἀπορίας. ὁ μέντοι Ξενοφῶν μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξεν ὧδε. [3.1.27] Ὦ θαυμασιώτατε ἄνθρωπε, σύγε οὐδὲ ὁρῶν γιγνώσκεις οὐδὲ ἀκούων μέμνησαι. ἐν ταὐτῷ γε μέντοι ἦσθα τούτοις ὅτε βασιλεύς, ἐπεὶ Κῦρος ἀπέθανε, μέγα φρονήσας ἐπὶ τούτῳ πέμπων ἐκέλευε παραδιδόναι τὰ ὅπλα. [3.1.28] ἐπεὶ δὲ ἡμεῖς οὐ παραδόντες, ἀλλ᾽ ἐξοπλισάμενοι ἐλθόντες παρεσκηνήσαμεν αὐτῷ, τί οὐκ ἐποίησε πρέσβεις πέμπων καὶ σπονδὰς αἰτῶν καὶ παρέχων τὰ ἐπιτήδεια, ἔστε σπονδῶν ἔτυχεν; [3.1.29] ἐπεὶ δ᾽ αὖ οἱ στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, ὥσπερ δὴ σὺ κελεύεις, εἰς λόγους αὐτοῖς ἄνευ ὅπλων ἦλθον πιστεύσαντες ταῖς σπονδαῖς, οὐ νῦν ἐκεῖνοι παιόμενοι, κεντούμενοι, ὑβριζόμενοι οὐδὲ ἀποθανεῖν οἱ τλήμονες δύνανται, καὶ μάλ᾽ οἶμαι ἐρῶντες τούτου; ἃ σὺ πάντα εἰδὼς τοὺς μὲν ἀμύνασθαι κελεύοντας φλυαρεῖν φῄς, πείθειν δὲ πάλιν κελεύεις ἰόντας; [3.1.30] ἐμοί, ὦ ἄνδρες, δοκεῖ τὸν ἄνθρωπον τοῦτον μήτε προσίεσθαι εἰς ταὐτὸ ἡμῖν αὐτοῖς ἀφελομένους τε τὴν λοχαγίαν σκεύη ἀναθέντας ὡς τοιούτῳ χρῆσθαι. οὗτος γὰρ καὶ τὴν πατρίδα καταισχύνει καὶ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, ὅτι Ἕλλην ὢν τοιοῦτός ἐστιν. [3.1.31] ἐντεῦθεν ὑπολαβὼν Ἀγασίας Στυμφάλιος εἶπεν· Ἀλλὰ τούτῳ γε οὔτε τῆς Βοιωτίας προσήκει οὐδὲν οὔτε τῆς Ἑλλάδος παντάπασιν, ἐπεὶ ἐγὼ αὐτὸν εἶδον ὥσπερ Λυδὸν ἀμφότερα τὰ ὦτα τετρυπημένον. καὶ εἶχεν οὕτως. [3.1.32] τοῦτον μὲν οὖν ἀπήλασαν· οἱ δὲ ἄλλοι παρὰ τὰς τάξεις ἰόντες, ὅπου μὲν στρατηγὸς σῷος εἴη, τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον, ὅπου δ᾽ αὖ λοχαγὸς σῷος εἴη, τὸν λοχαγόν. [3.1.33] ἐπεὶ δὲ πάντες συνῆλθον, εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων ἐκαθέζοντο· καὶ ἐγένοντο οἱ συνελθόντες στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀμφὶ τοὺς ἑκατόν. ὅτε δὲ ταῦτα ἦν σχεδὸν μέσαι ἦσαν νύκτες. [3.1.34] ἐνταῦθα Ἱερώνυμος Ἠλεῖος πρεσβύτατος ὢν τῶν Προξένου λοχαγῶν ἤρχετο λέγειν ὧδε. Ἡμῖν, ὦ ἄνδρες στρατηγοὶ καὶ λοχαγοί, ὁρῶσι τὰ παρόντα ἔδοξε καὶ αὐτοῖς συνελθεῖν καὶ ὑμᾶς παρακαλέσαι, ὅπως βουλευσαίμεθα εἴ τι δυναίμεθα ἀγαθόν. λέξον δ᾽, ἔφη, καὶ σύ, ὦ Ξενοφῶν, ἅπερ καὶ πρὸς ἡμᾶς. |
[3.1.26] Εκείνος αυτά είπε· κι λοχαγοί συμφώνησαν όλοι να πάρει αυτός την αρχηγία, εκτός από κάποιον Απολλωνίδη, που μιλούσε στο βοιωτικό γλωσσικό ιδίωμα. Αυτός είπε πως λέει ανοησίες όποιος υποστηρίζει πως είναι δυνατό αλλιώτικα να σωθεί, παρά αφού πείσει, αν μπορεί, το βασιλιά. Κι άρχισε ταυτόχρονα ν᾽ αναφέρει τις δυσκολίες που υπάρχουν. Ο Ξενοφώντας όμως τον διέκοψε και είπε τούτα δω: [3.1.27] «Πόσο παράξενος άνθρωπος είσαι! Βλέπεις αλλά δεν καταλαβαίνεις, κι ακούς, μα δεν θυμάσαι. Στο ίδιο μέρος όμως βρισκόσουν με τούτους, όταν ο βασιλιάς, τότε που σκοτώθηκε ο Κύρος, το πήρε απάνω του κι έστειλε και μας πρόσταξε να παραδώσουμε τα όπλα. [3.1.28] Κι όταν εμείς δεν τα παραδώσαμε, αλλά οπλιστήκαμε και πήγαμε και στρατοπεδέψαμε κοντά του, τότε έκανε τα πάντα στέλνοντας απεσταλμένους και ζητώντας να γίνουν συνθήκες και προσφέροντάς μας τρόφιμα, ώσπου πέτυχε την ειρήνη. [3.1.29] Όταν πάλι οι στρατηγοί και οι λοχαγοί, έχοντας εμπιστοσύνη στις συνθήκες, πήγαν άοπλοι να συζητήσουν με τους εχθρούς, όπως συμβουλεύεις τώρα κι εσύ να κάνουμε, ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Παρόλο που τους χτυπούν, τους βασανίζουν, τους εξευτελίζουν, δεν μπορούν οι δύστυχοι ούτε να πεθάνουν, αν και μου φαίνεται πολύ το επιθυμούν. Όλα αυτά εσύ τα ξέρεις και όμως υποστηρίζεις πως λένε ανοησίες εκείνοι που συμβουλεύουν να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας και προτείνεις να πάμε και να προσπαθήσουμε πάλι να πείσουμε το βασιλιά; [3.1.30] Εγώ φίλοι μου, έχω τη γνώμη πως δεν πρέπει να αφήνουμε τον άνθρωπο τούτο να έρχεται κοντά μας, παρά να του αφαιρέσουμε το αξίωμα του λοχαγού, να τον φορτώσουμε με αποσκευές και να τον χρησιμοποιούμε για φορτηγό ζώο. Γιατί αυτός και την ιδιαίτερη πατρίδα του ντροπιάζει και ολόκληρη την Ελλάδα, αφού είναι δειλός, ενώ είναι Έλληνας». [3.1.31] Τότε πήρε το λόγο ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και είπε: «Μα τούτος ούτε με τη Βοιωτία έχει καμιά σχέση ούτε γενικότερα με την Ελλάδα, γιατί εγώ πρόσεξα πως έχει τρύπια και τα δυο του αυτιά, σαν Λυδός». Και έτσι ήταν. [3.1.32] Αυτόν, λοιπόν, τον έδιωξαν. Οι άλλοι πήγαιναν στα τάγματα και όπου υπήρχε ζωντανός στρατηγός τον προσκαλούσαν, απ᾽ όπου έλειπε φώναζαν τον υποστράτηγο, και όπου βρισκόταν ζωντανός λοχαγός καλούσαν αυτόν. [3.1.33] Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, κάθισαν στο μπροστινό μέρος του στρατοπέδου. Οι στρατηγοί και οι λοχαγοί που μαζεύτηκαν ήταν πάνω από εκατό. Και θα ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν γίνονταν αυτά. [3.1.34] Τότε άρχισε να μιλάει ο Ιερώνυμος από την Ήλιδα, που ήταν ο πιο ηλικιωμένος από τους λοχαγούς του Πρόξενου, κι είπε αυτά εδώ: «Εμείς, στρατηγοί και λοχαγοί, βλέποντας την τωρινή κατάσταση, κρίναμε σωστό να συγκεντρωθούμε και να προσκαλέσουμε κι εσάς, για να συζητήσουμε και να πάρουμε, αν μπορέσουμε, μια καλή απόφαση. Πες και τώρα», πρόσθεσε, «εκείνα που είπες και σε μας, Ξενοφώντα. |