Έτσι ωσάν φλόγα εμάχοντο και θα ᾽λεγες πως μήτε
ο ήλιος εσώζονταν μήτε η σελήνη πλέον·
ότι σκοτάδι εσκέπαζε τους πολεμάρχους όλους
που εστέκονταν κι εμάχοντο στον Πάτροκλον τριγύρω·
370ως οι άλλοι Τρώες και Αχαιοί με ανάσα επολεμούσαν
εις τον αέρα ολόλαμπρον από το φως του ηλίου,
και νέφος δεν εφαίνονταν στην γην μηδέ στα όρη,
κι είχαν και ξανασάματα μακρόθεν πολεμώντας
κι εξέφευγαν, ως έπεφταν, τα πικροφόρ᾽ ακόντια·
375ενώ στην μέσην φοβερά πεθαίναν απ᾽ το σκότος
και από τες λόγχες των εχθρών οι πολεμάρχοι πρώτοι.
Κι ήρωες δύο δοξαστοί δεν είχαν μάθει ακόμη,
ο Αντίλοχος και, αυτάδελφος εκείνου, ο Θρασυμήδης,
πόπεσ᾽ ο θείος Πάτροκλος, κι ενόμιζαν που εκείνος
380στην σειράν πρώτων ζωντανός τους Τρώας πολεμούσε.
Και ως των συντρόφων την φυγήν φοβούνται και τον φόνον,
ξεχωρισμένοι εμάχονταν, ως είχε παραγγείλει
ο Νέστωρ που τους έστειλε στην μάχην απ᾽ τα πλοία.
Κι είχαν με πείσμα ολήμερον δεινού πολέμου αγώνα
385και απ᾽ τον κόπον ίδρωτας δεν έπαυε να ραίνει
τες κνήμες των, τα γόνατα, τα πόδια και τα χέρια,
πατόκορφα ως τα βλέφαρα, καθώς αγωνιζόνταν
για τον λαμπρόν ακόλουθον του θείου Αχιλλέως.
Και ως άνθρωπος των νέων του να του τανύσουν δίνει
390μεγάλου ταύρου τόμαρο με πάχος ποτισμένο
και χωρισμένοι γύρωθεν εκείνοι το τεντώνουν
και ως φεύγ᾽ η νότια μέσα του ρουφά το πάχος όλο,
και ωσάν τραβιέται από πολλούς τεντώνεται ως την άκρα·
όμοια σ᾽ αυτήν την σπιθαμήν εκείνοι αντιτραβούσαν
395εδώθ᾽ εκείθε τον νεκρόν, κι οι Τρώες να τον σύρουν
άνω στην Ίλιον έλπιζαν κι οι Δαναοί στα πλοία.
Και γύρω του άγριος μάνιζεν ο πόλεμος, πως μήτε
εάν τους έβλεπ᾽ η Αθηνά μήτ᾽ ο ανδρεγέρτης Άρης
ποσώς δεν θα τους έλεγαν, όσον και αν τους μισούσε.
400Τέτοιον ο Ζευς στον Πάτροκλον επάνω ανδρών και ίππων
σκληρόν αγώνα ετέντωσεν εκείνην την ημέραν.
Και που ᾽χε πέσει ο Πάτροκλος δεν γνώριζε ο Πηλείδης
ότι απ᾽ τα πλοία ξέμακρα, στα τείχη εμπρός της Τροίας
επολεμούσαν. Ώστε αυτός δεν το ᾽λπιζε να πέσει,
405θαρρώντας ότι ζωντανός, αφού στες πύλες φθάσει
θενά γυρίσει. Ότι ποσώς δεν έλπιζε ότι εκείνος
χωρίς αυτόν, ή και μ᾽ αυτόν, την πόλιν θα πορθήσει,
ότι πολλές το άκουσε φορές απ᾽ την μητέρα
πως του εφανέρωνε κρυφά το νου του υψίστου Δία.
410Αλλά δεν του ᾽πε το κακόν, όσο κατόπι εγίνη,
η μάνα του, ότι ο σύντροφος εχάθη ο ποθητός του.
Και άπαντα γύρ᾽ απ᾽ τον νεκρόν τ᾽ ακονητά κοντάρια
έσμιγαν κείνοι αντίστηθα κι επλήθαιναν οι φόνοι.
Και των ανδρείων Αχαιών, κάποιος ευρέθη κι είπε:
415«Ω φίλοι, δε θα ᾽ν᾽ ένδοξο για μας προς τα καράβια
να γύρομε· αλλ᾽ η μαύρη γη στα πόδια μας ν᾽ ανοίξει
θα ήταν ποθητότερο και να χαθούμεν όλοι,
εάν τούτον θ᾽ αφήσομεν στους ιπποδάμους Τρώας,
να σύρουν εις την πόλιν τους και δόξαν ν᾽ αποκτήσουν».
420Και κάποιος πάλιν έλεγε των γενναιοψύχων Τρώων:
«Στο πλάγι, ω φίλοι, αυτού του ανδρός να πέσομε όλοι αντάμα
η μοίρ᾽ αν θέλει, ασάλευτοι σταθείτε στον αγώνα».
|