140Και ο Γλαύκος του Ιππολόχου υιός, ο άρχος των Λυκίων,
μ᾽ άγριαν ματιά στον Έκτορα βαρύν τον λόγον είπε:
«Έκτωρ, στα κάλλη ασύγκριτε, και αδύνατε στην μάχην,
είσαι δειλός και χάρισμα μεγάλην δόξαν έχεις.
Τώρα την πόλιν σκέψου εσύ να σώσεις και τον πύργον
145μόνος εσύ με τους λαούς που κατοικούν στην Τροίαν.
Διότι δια την πόλιν σας κανένας των Λυκίων
δεν θέλει μάχεται στο εξής, αφού δεν είχε χάριν
τούτος ο ατελεύτητος με τον εχθρόν αγώνας.
Πώς άνδρ᾽ άλλον κατώτερον, ελεεινέ, θα σώσεις,
150αφού ξένον και σύντροφον, τον μέγαν Σαρπηδόνα
να γίνει αφήκες άρπαγμα στα πλήθη των Αργείων;
Που μέγα κέρδος έφερε στην πόλιν και σ᾽ εσένα
και δεν τον φύλαξες, δειλέ, των σκύλων απ᾽ το στόμα.
Για τούτο οι Λύκιοι θᾲ πεισθούν στον λόγον μου να φύγουν
155εις την πατρίδα και όλεθρος θα πέσει στην Τρωάδα·
ότι αν ατρόμητην ορμήν είχαν στα στήθη οι Τρώες,
ως η καρδιά ᾽ναι των ανδρών οπού για την πατρίδα
με τους εχθρούς ακούραστον βαστούν πολέμου αγώνα,
τότ᾽ εύκολα τον Πάτροκλον θα εσέρναμε στην Τροίαν.
160Και αν απ᾽ της μάχης την βοήν στην πόλιν του Πριάμου
εσέρναμε μαχόμενοι τούτον τον πεθαμένον,
τον Σαρπηδόν᾽ αντάλλαγμα και τ᾽ άρματά του οι Αργείοι
θα έδιδαν να φέρομε στα τείχη της Ιλίου·
ότ᾽ ήταν κείνος ο νεκρός ακόλουθος μεγάλου
165ανδρός, οπού των Δαναών πρωτεύει στην ανδρείαν.
Αλλά τον μεγαλόψυχον υιόν του Τελαμώνος
στην μάχη συ δεν τόλμησες κατάματα να βλέπεις,
να πολεμήσεις κι είναι αυτός πολύ καλύτερός σου».
Του αντείπε μ᾽ άγριο βλέφαρο ο λοφοσείστης Έκτωρ:
170«Ω Γλαύκε, τόσον άδικον να μου προφέρεις λόγον;
Έλεγα πως στην φρόνησιν πρωτεύεις συ των άλλων
ανθρώπων, όπου κατοικούν την κάρπιμην Λυκίαν,
και τώρα ό,τ᾽ είπες μου ᾽δειξεν ότι σωστά δεν κρίνεις,
που εμπρός στον μέγαν Αίαντα δεν τόλμησα να μείνω.
175Με δεν παγώνει ο τάραχος της μάχης και των ίππων·
αλλά νικά πάντοτε ο νους του αιγιδοφόρου Δία
που εύκολα και άνδρ᾽ ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην
του αφαιρεί και άλλη φορά τον σπρώχνει αυτός στην μάχην.
Αλλά στήσου στο πλάγι μου, να ιδείς, αγαπητέ μου,
180αν θα ᾽μαι ολήμερα δειλός καθώς μου τ᾽ ονειδίζεις,
ή αν πολλούς των Δαναών, όσον και αν είναι ανδρείοι,
θα στρώσω, εκεί που μάχονται τον Πάτροκλον να σώσουν».
Είπε κι εσήκωσε φωνήν μεγάλην εις τους Τρώας:
«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι,
185άνδρες φανείτε μ᾽ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,
τ᾽ άρματα όσο να ζωσθώ τα ωραία του Αχιλλέως,
που εφόνευσα τον Πάτροκλον και λάφυρα τα επήρα».
Αυτά είπε και ανεχώρησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ·
κι εχύθηκεν ως αστραπή, να φθάσει τους συντρόφους,
190οπού στην πόλιν έφερναν τα όπλα του Αχιλλέως
και όχι μακράν τούς πρόφθασεν· και ανάμερ᾽ απ᾽ την μάχην
εστάθη, την πολύθρηνον, τα όπλα να ξαλλάξει,
και στην αγίαν Ίλιον να φέρουν τα δικά του
στους Τρώας έδωσε, και αυτός τ᾽ αθάνατα εζωνόνταν
195του Αχιλλέως, που οι θεοί χαρίσαν του πατρός του·
και τούτος, όταν γέρασε τα έδωκε του υιού του.
Αλλά ο υιός δεν γέρασε στα όπλα του πατρός του.
Και άμα τον είδε ο βροντητής Κρονίδης κατά μέρος
τα άρματα να ζώνεται του θείου Αχιλλέως,
200εκίνησε την κεφαλήν κι έλεγε μέσα ο νους του:
«Ω δύστυχε, δεν εννοείς τον θάνατον κοντά σου,
και τ᾽ άφθαρτ᾽ άρματα φορείς του πρώτου πολεμάρχου,
που την ανδραγαθίαν του τόσον τρομάζουν και άλλοι.
Και σύντροφον του φόνευσες καλόν και ανδρειωμένον,
205και άσχημα τον εγύμνωσες απ᾽ την αρματωσιά του.
Αλλά καν τώρα δύναμιν και νίκην θα σου δώσω
αφού δεν μέλλει σπίτι σου να γύρεις απ᾽ την μάχην,
η Ανδρομάχη τ᾽ άρματα να λάβει του Αχιλλέως».
|