Και ο Έκτωρ απ᾽ τες φάλαγγες άμ᾽ είδε τον γενναίον
Πάτροκλον ν᾽ αποσύρεται κονταροπληγωμένος,
820προχώρησε, του εστήθη εμπρός, και μέσα εις το λαγγόνι
την λόγχην όλην έμπηξε κι η άκρη εβγήκε πέρα.
Έπεσε και κατήφεια στους Αχαιούς εχύθη.
Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος
μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα,
825ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος
ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ᾽ αποκάτω·
ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου,
πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ
με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη:
830«Την πόλιν μας, ω Πάτροκλε, θαρρούσες ν᾽ αφανίσεις,
και δούλες στην πατρίδα σου να πάρεις τες γυναίκες,
ανόητε! και ακούραστα γι᾽ αυτές ετρικυμίζαν
τ᾽ άλογα τα φτερόποδα του Έκτορος, κι εκείνος, —
που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων,
835και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα·
και τώρα σε τα όρνεα θα φάγουν εις την Τροίαν.
Άθλιε! δεν σε ωφέλησεν ο ανδρείος Αχιλλέας·
θα σου παράγγελνε πολλά την ώραν που εκινούσες:
«Να μη γυρίσεις, Πάτροκλε ιππόμαχε, στα πλοία
840πριν σχίσεις εις του Έκτορος τα στήθη τον χιτώνα
βαμμένον εις το αίμα του»· αυτά θα είπ᾽ εκείνος
και αυτά τα λόγια σ᾽ άρεσαν, ανόητος ως είσαι».
Και, Πάτροκλε, του απάντησες με την ψυχήν στο στόμα:
«Έκτωρ, καυχήσου όσο ημπορείς, τώρα που ο Ζευς και ο Φοίβος
845την νίκην σού εχάρισαν — και αυτοί με καταβάλλουν
εύκολ᾽, αφού μου αφαίρεσαν τα όπλ᾽ από τους ώμους.
Κι είκοσιν όμοιοι με σε να είχαν έλθει εμπρός μου
όλοι νεκροί θα έπεφταν στην λόγχην μου αποκάτω.
Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον
850και απ᾽ τους θνητούς ο Εύφορβος· τρίτος εσύ με γδύνεις.
Και άκουσε ακόμα τι θα ειπώ και βάλε το στον νουν σου·
ολίγες είν᾽ οι μέρες σου· και ιδού σε παραστέκει
η μοίρα η παντοδύναμη κι η ώρα του θανάτου,
οπού απ᾽ το χέρι αδάμαστο θα πέσεις του Αχιλλέως».
855Με αυτά τα λόγι᾽ απέθανε· και κλαίοντας θλιμμένη
την μοίραν, που νεότητα και ανδρείαν τής επήρε,
από τα μέλη του η ψυχή κατέβηκε στον Άδη.
Νεκρόν τον επροσφώνησεν ο λαμπροφόρος Έκτωρ:
«Ω Πάτροκλε, τον θάνατον γιατί μου προμαντεύεις;
860Ποιος ξέρει μήπως ο Αχιλλεύς, της Θέτιδος ο γόνος,
χάσει αυτός πρώτος την ζωήν στην λόγχην μου αποκάτω; »
Είπε και μέσ᾽ απ᾽ την πληγήν, πατώντας τον, την λόγχην
ανέσπασε και ανάσκελον τον έσπρωξε στο χώμα.
Κι ευθύς στον Αυτομέδοντα με το κοντάρι εχύθη,
865που είχε άκόλουθον λαμπρόν ο ασύγκριτος Πηλείδης,
να τον κτυπήσει, αλλ᾽ έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι,
οι αθάνατοι που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως.
|