ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ ΧΟ. Σε χώρα ήλθες, ξένε,
μ᾽ έμορφα άλογα, στο ωραιότερο
670μέρος της γης, στον Κολωνό, με το λευκό του χώμα,
όπου μελωδικά το αηδόνι κελαηδεί,
φωλιάζοντας σε καταπράσινες βαθιές
κοιλάδες, κρυμμένο στον σκουρόχρωμο κισσό,
675στο άβατο άλσος του θεού,
πολύκαρπο, από τον ήλιο απρόσβλητο
κι απ᾽ τον αγέρα κάθε καταιγίδας.
Εδώ περιδιαβάζει
ο βακχικός Διόνυσος και γύρω του
680οι Νύμφες που τον τρέφουν.
Εδώ, όταν χαράζει, κι ο ουρανός
σταλάζει τη δροσιά του,
ανθίζουν ο νάρκισσος υπέροχος,
με τα λουλούδια του σαν ρώγες,
στεφάνι αρχαίο για τις δυο θεές,
685κι ο κρόκος ο χρυσόξανθος.
Εδώ οι ροές του Κηφισσού
ακοίμητες ποτέ δεν ησυχάζουν,
μόνο ακατάπαυστα κυλούν
στα ρείθρα του, κι εκείνος
690με το γάργαρο νερό του
αρδεύει τους λειμώνες,
γρήγορα να καρπίσουν
στη γη μας την ευρύστερνη.
Αυτόν τον τόπο δεν τον αποστρέφονται μήτε
οι Μούσες κι οι χοροί τους μήτε
με το χρυσό της χαλινάρι
η Αφροδίτη.
Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,
τέτοιος δεν άκουσα ποτέ
να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα
695ή στο μεγάλο δωρικό νησί
του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,
αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών
τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει
700σ᾽ αυτή τη χώρα πιο πολύ:
η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,
η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,
νέος ή γέρος, δεν μπορεί
να τη χαλάσει, να την ξεριζώσει,
γιατί την προστατεύει
με τ᾽ άγρυπνό του μάτι
705ο Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις
Αθηνά.
Έχω ένα ακόμη έπαινο να πω
πιο δυνατό γι᾽ αυτή την πόλη,
τη μητρόπολή μας, δώρο
θεού μεγάλου, δικό τους και δικό μου
710καύχημα:
άλογα ωραία, πουλάρια ωραία,
ωραία θάλασσα.
Ω γιε του Κρόνου, άναξ Ποσειδών,
εσύ περήφανη την ύψωσες την πόλη,
όταν πρώτη φορά στους δρόμους μας
715βρήκες το χαλινάρι που δαμάζει
τ᾽ άλογα.
Μ᾽ εσένα πάλι το καλό κουπί
στα χέρια του θαλασσινού αρμοσμένο,
σαν από θαύμα αναπηδά παφλάζοντας
στο κύμα, ενώ μπροστά
πενήντα Νηρηίδες σέρνουν τον χορό
με τα εκατό τους πόδια.
|