[156b] «Απαντώ λοιπόν», είπε ο Μνησίφιλος, «γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κατά τη γνώμη του Σόλωνα έργο κάθε τέχνης και κάθε δεξιότητας, ανθρώπινης και θεϊκής, είναι πιο πολύ αυτό που γίνεται παρά το μέσο με το οποίο γίνεται αυτό το πράγμα· πιο πολύ ο σκοπός παρά τα μέσα με τα οποία ο σκοπός αυτός πετυχαίνεται. Ο υφάντης, επί παραδείγματι, θα θεωρούσε, πιστεύω, έργο του πιο πολύ τη χλαμύδα και το ιμάτιο παρά την τακτοποίηση των σαϊτών ή το κρέμασμα των βαριδιών στον αργαλειό. Το ίδιο και ο σιδεράς έργο του θα θεωρούσε πιο πολύ τη συγκόλληση του σίδερου και το βάψιμο του τσεκουριού παρά όσα είναι απαραίτητο να εκτελεσθούν για να γίνει αυτό το πράγμα, όπως είναι, επί παραδείγματι, το να ανάψει κάρβουνα ή να ετοιμάσει σκύρα. Ακόμα πιο πολύ θα μας μεμφόταν ένας αρχιτέκτονας, αν λέγαμε ότι έργο του δεν είναι ο ναός ή το σπίτι, [156c] αλλά το τρύπημα των ξύλων και το ανακάτεμα της λάσπης. Με τρόπο απόλυτο όμως θα μας μέμφονταν οι Μούσες, αν θεωρούσαμε ότι έργο τους είναι η λύρα ή ο αυλός και όχι η διάπλαση του χαρακτήρα και η καταπράυνση των παθών εκείνων που κάνουν χρήση μελωδιών και αρμονιών. Έτσι και της Αφροδίτης έργο δεν είναι η συνουσία και η σαρκική μείξη, ούτε του Διόνυσου έργο είναι το κρασί και το μεθύσι, αλλά τα φιλικά αισθήματα, ο πόθος, η συναναστροφή και οι στενές σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ μας μέσω εκείνων. Αυτά είναι που ο Σόλωνας τα ονομάζει “θεϊκά έργα”, και γι᾽ αυτά είναι που λέει ότι τα αγαπάει και τα κυνηγάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τώρα που είναι άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας. Η Αφροδίτη είναι η δημιουργός της ομοφροσύνης και [156d] της φιλίας των ανδρών προς τις γυναίκες, καθώς με την επίδραση της ηδονής συμμειγνύει και συγχωνεύει τις ψυχές με τα σώματα. Ο Διόνυσος, από την άλλη, μαλακώνοντας και πραΰνοντας με το κρασί —σαν μέσα σε φωτιά— τον χαρακτήρα των πολλών, που δεν είναι ούτε πολύ γνωστοί ούτε πολύ στενοί φίλοι μεταξύ τους, τους προσφέρει ένα ξεκίνημα για να συνδεθούν μεταξύ τους και να γίνουν φίλοι. Κι όταν βρεθούν μαζί άντρες σαν εσάς, που σας προσκάλεσε εδώ ο Περίανδρος, τότε δεν έχουν, νομίζω, καμιά δουλειά ούτε το ποτήρι, ούτε η οινοχόη, αλλά οι Μούσες βάζοντας μπροστά σε όλη τη συντροφιά τον λόγο σαν έναν νηφάλιο κρατήρα, μέσα στον οποίο περιέχεται μια μεγάλη δόση ηδονής —μαζί με πολλά αστεία και σοβαρά—, διεγείρουν με αυτόν, τρέφουν και διαχέουν την φιλική διάθεση, [156e] αφήνοντας συχνά την “οινοχόη” να μένει αχρησιμοποίητη “πάνω απ᾽ τον κρατήρα”, κάτι που το απαγόρεψε ο Ησίοδος σε ανθρώπους που μπορούν μάλλον να πίνουν παρά να συζητούν. Γιατί οι προπόσεις», είπε, «ακούω να λένε ότι δεν υπήρχαν στους παλαιούς, γιατί, όπως είπε ο Όμηρος, ο καθένας έπινε μόνο το δικό του μερίδιο και μετρημένο, και ύστερα, σαν τον Αίαντα, έδινε από το μερτικό του και στον διπλανό του». Αφού τα είπε όλα αυτά ο Μνησίφιλος, ο Χερσίας [156f] ο ποιητής (που είχε στο μεταξύ απαλλαγεί από την κατηγορία και, κατά παράκληση του Χίλωνα, συμφιλιώθηκε με τον Περίανδρο) είπε: «Πρέπει επομένως να συμπεράνουμε ότι και ο Δίας πρόσφερε στους θεούς, το ίδιο όπως και ο Αγαμέμνονας στους αρχηγούς, μετρημένο το ποτό, όταν, τρώγοντας μαζί του, έκαναν προπόσεις;» Του απάντησε ο Κλεόδωρος με τούτα τα λόγια: «Αν, Χερσία, την αμβροσία τη φέρνουν, όπως λέτε εσείς οι ποιητές, στον Δία κάτι περιστέρια που με πολλές δυσκολίες καταφέρνουν να πετάξουν πάνω από τους Πλαγκτούς Βράχους, δεν νομίζεις ότι και το νέκταρ είναι γι᾽ αυτόν δυσκολόβρετο και λιγοστό, [157a] τόσο που να το ξοδεύει με πολλή οικονομία και, επομένως, να το προσφέρει στον καθένα κάνοντας καλή και σωστή διαχείριση;»
|