Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (527-570)


ΠΕ. ἔτι δ᾽ οὐχ ἕξεις οὔτ᾽ ἐν κλίνῃ καταδαρθεῖν, —οὐ γὰρ ἔσονται—,
οὔτ᾽ ἐν δάπισιν, —τίς γὰρ ὑφαίνειν ἐθελήσει χρυσίου ὄντος;—
οὔτε μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς ὁπόταν νύμφην ἀγάγησθον,
530οὔθ᾽ ἱματίων βαπτῶν δαπάναις κοσμῆσαι ποικιλομόρφων.
καίτοι τί πλέον πλουτεῖν ἐστιν τούτων πάντων ἀποροῦντα;
παρ᾽ ἐμοῦ δ᾽ ἐστὶν ταῦτ᾽ εὔπορα πάνθ᾽ ὑμῖν ὧν δεῖσθον· ἐγὼ γὰρ
τὸν χειροτέχνην ὥσπερ δέσποιν᾽ ἐπαναγκάζουσα κάθημαι
διὰ τὴν χρείαν καὶ τὴν πενίαν ζητεῖν ὁπόθεν βίον ἕξει.
535ΧΡ. σὺ γὰρ ἂν πορίσαι τί δύναι᾽ ἀγαθὸν πλὴν φῴδων ἐκ βαλανείου
καὶ παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραϊδίων κολοσυρτόν;
φθειρῶν τ᾽ ἀριθμὸν καὶ κωνώπων καὶ ψυλλῶν οὐδὲ λέγω σοι
ὑπὸ τοῦ πλήθους, αἳ βομβοῦσαι περὶ τὴν κεφαλὴν ἀνιῶσιν,
ἐπεγείρουσαι καὶ φράζουσαι· «πεινήσεις· ἀλλ᾽ ἐπανίστω.»
540πρὸς δέ γε τούτοις ἀνθ᾽ ἱματίου μὲν ἔχειν ῥάκος· ἀντὶ δὲ κλίνης
στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν, ἣ τοὺς εὕδοντας ἐγείρει·
καὶ φορμὸν ἔχειν ἀντὶ τάπητος σαπρόν· ἀντὶ δὲ προσκεφαλαίου
λίθον εὐμεγέθη πρὸς τῇ κεφαλῇ· σιτεῖσθαι δ᾽ ἀντὶ μὲν ἄρτων
μαλάχης πτόρθους, ἀντὶ δὲ μάζης φυλλεῖ᾽ ἰσχνῶν ῥαφανίδων,
545ἀντὶ δὲ θράνου στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, ἀντὶ δὲ μάκτρας
πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην· ἆρά γε πολλῶν
ἀγαθῶν πᾶσιν τοῖς ἀνθρώποις ἀποφαίνω σ᾽ αἴτιον οὖσαν;
ΠΕ. σὺ μὲν οὐ τὸν ἐμὸν βίον εἴρηκας, τὸν τῶν πτωχῶν δ᾽ ἐπεκρούσω.
ΧΡ. οὔκουν δήπου τῆς πτωχείας πενίαν φαμὲν εἶναι ἀδελφήν;
550ΠΕ. ὑμεῖς γ᾽ οἵπερ καὶ Θρασυβούλῳ Διονύσιον εἶναι ὅμοιον.
ἀλλ᾽ οὐχ οὑμὸς τοῦτο πέπονθεν βίος οὐ μὰ Δί᾽, οὐδέ γε μέλλει.
πτωχοῦ μὲν γὰρ βίος, ὃν σὺ λέγεις, ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα·
τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον καὶ τοῖς ἔργοις προσέχοντα,
περιγίγνεσθαι δ᾽ αὐτῷ μηδέν, μὴ μέντοι μηδ᾽ ἐπιλείπειν.
555ΧΡ. ὡς μακαρίτην, ὦ Δάματερ, τὸν βίον αὐτοῦ κατέλεξας,
εἰ φεισάμενος καὶ μοχθήσας καταλείψει μηδὲ ταφῆναι.
ΠΕ. σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσας,
οὐ γιγνώσκων ὅτι τοῦ Πλούτου παρέχω βελτίονας ἄνδρας
καὶ τὴν γνώμην καὶ τὴν ἰδέαν. παρὰ τῷ μὲν γὰρ ποδαγρῶντες
560καὶ γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς,
παρ᾽ ἐμοὶ δ᾽ ἰσχνοὶ καὶ σφηκώδεις καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαροί.
ΧΡ. ἀπὸ τοῦ λιμοῦ γὰρ ἴσως αὐτοῖς τὸ σφηκῶδες σὺ πορίζεις.
ΠΕ. περὶ σωφροσύνης ἤδη τοίνυν περανῶ σφῷν κἀναδιδάξω
ὅτι κοσμιότης οἰκεῖ μετ᾽ ἐμοῦ, τοῦ Πλούτου δ᾽ ἐστὶν ὑβρίζειν.
565ΧΡ. πάνυ γοῦν κλέπτειν κόσμιόν ἐστιν καὶ τοὺς τοίχους διορύττειν.
ΒΛ. †νὴ τὸν Δί᾽, εἰ δεῖ λαθεῖν αὐτόν, πῶς οὐχὶ κόσμιόν ἐστιν;†
ΠΕ. σκέψαι τοίνυν ἐν ταῖς πόλεσιν τοὺς ῥήτορας, ὡς ὁπόταν μὲν
ὦσι πένητες, περὶ τὸν δῆμον καὶ τὴν πόλιν εἰσὶ δίκαιοι,
πλουτήσαντες δ᾽ ἀπὸ τῶν κοινῶν παραχρῆμ᾽ ἄδικοι γεγένηνται,
570ἐπιβουλεύουσί τε τῷ πλήθει καὶ τῷ δήμῳ πολεμοῦσιν.


ΠΕΝ. Κρεβατάκι δε θα ᾽χεις να πέφτεις, γιατί δε θα βρίσκεις
ούτε χράμια για σκέπασμα. Ποιός θα τα υφαίνει, όντας πλούσιος;
Δε θα βρίσκεις αρώματα για να ραντίσεις τη νύφη,
όταν μπαίνετε σπίτι, ούτε υφάδια ακριβά, πλουμισμένα530
να στολίσεις τα νιάτα της. Τότες τί πλούσιος θα λέγεσαι,
αν στερείσαι τα πάντα; Αλλ᾽ εγώ σ᾽ ολουνούς θα πορίζω
τ᾽ απαραίτητα. Αφού σαν κυρά του σπιτιού θ᾽ αναγκάζω
τους φτωχούς χερομάχους να τρέχουνε για το καρβέλι.
ΧΡΕ. Τα δικά σου καλά; Των δημόσιων λουτρών τα καψίματα
και παιδιών νηστικών η κλαούρα, των γριάδων η γκρίνια,
ψείρες άμμος, κουνούπια σα σύννεφα, ψύλλοι βαρβάτοι,
που σφυρίζουνε μέσα στ᾽ αυτιά και μου λένε: Σηκώσου
να δουλέψεις, ψωμόλυσσα! Και να φοράω παλιοκούρελα,540
για κρεβάτι μου να ᾽χω μια στίβα από βούρλα γεμάτη
με κοριούς —δε σ᾽ αφήνουνε μάτι όλη νύχτα να κλείσεις—
για χαλί παλιοψάθα λιωμένη· και για μαξιλάρι,
μια κοτρόνα. Κι αντίς για μπουκιά, της μολόχας βλαστάρια
για καρβέλι φτωχά ραπανόφυλλα και για σκαμνί
μια σπασμένη λαγήνα· κι αντίς ζυμωτήρα, τον πάτο
πιθαριού τσακισμένου. Λοιπόν τα καλά που χαρίζεις,
απλόχερα, είναι αυτά και χειρότερα. ΠΕΝ. Δεν περιγράφεις
τη ζωή των φτωχών· των ζητιάνων παρά ειπες. ΧΡΕ. Ωστόσο
ζητιανιά και πενία αδελφάδες τις λέει ο λαός.
ΠΕΝ. Σεις το λέτε, που βάζετε τον Διονύσιο τον τύραννο
με τον ήρωα Θρασύβουλο, τυραννοχτόνο, ίσια κι όμοια.550
Να μου λείπει μια τέτοια κατάντια και τώρα και πάντα.
Ο ζητιάνος περνάει τη ζωή στερημένος τα πάντα
μα ο φτωχός, που αγαπά τη δουλειά του και δε σπαταλά,
τ᾽ απαραίτητα τα ᾽χει και τίποτ᾽ ας μην του περσεύει!
ΧΡΕ. Χαρισάμενος βίος να μοχτάς με σφιγμένο ζουνάρι,
σαν τινάξεις τα πέταλα, μάιδε ψιλή να σε θάψουν!
ΠΕΝ. Δε μιλάς σοβαρά. Κοροϊδεύεις. Στ᾽ αστείο το γυρνάς.
Πλάθω εγώ τους ανθρώπους καλύτερους πάρεξ ο Πλούτος
στα μυαλά και στο σώμα. Οι δικοί του ξυγκάτοι, χοντρόκωλοι,
πρησκοπόδαροι και κοιλαράδες —ξερνάς που τους βλέπεις— 560
οι δικοί μου λιγνοί, σφήκας μέση, στον πόλεμο ακράταγοι.
ΧΡΕ. Σφήκας μέση τούς κάν᾽ η δικιά σου πολύκαιρη πείνα.
ΠΕΝ. Νά σου κι άλλη αρετή του φτωχού: η σωφροσύνη.
Έργον είναι δικό μου η ντροπή, η αδικιά ᾽ναι του πλούτου.
ΧΡΕ. Ναι, μεγάλη ντροπή να τρυπάνε τους τοίχους, να κλέβουν.
ΒΛΕ. Και πώς όχι, αν μπορείς να ληστεύεις χωρίς να σε πιάνουν;
ΠΕΝ. Κοίτα τώρα τους ρήτορες. Όταν φτωχοί ξεκινάνε,
προσπαθούν στο λαό και στην πόλη να φέρνονται δίκια,
αλλά σαν μπουκωθούν της πατρίδας το χρήμα, αδικότατοι
πολεμούν το λαό και προδίνουνε την πολιτεία.570