ΠΕΝ. Κρεβατάκι δε θα ᾽χεις να πέφτεις, γιατί δε θα βρίσκεις
ούτε χράμια για σκέπασμα. Ποιός θα τα υφαίνει, όντας πλούσιος;
Δε θα βρίσκεις αρώματα για να ραντίσεις τη νύφη,
όταν μπαίνετε σπίτι, ούτε υφάδια ακριβά, πλουμισμένα530
να στολίσεις τα νιάτα της. Τότες τί πλούσιος θα λέγεσαι,
αν στερείσαι τα πάντα; Αλλ᾽ εγώ σ᾽ ολουνούς θα πορίζω
τ᾽ απαραίτητα. Αφού σαν κυρά του σπιτιού θ᾽ αναγκάζω
τους φτωχούς χερομάχους να τρέχουνε για το καρβέλι.
ΧΡΕ. Τα δικά σου καλά; Των δημόσιων λουτρών τα καψίματα
και παιδιών νηστικών η κλαούρα, των γριάδων η γκρίνια,
ψείρες άμμος, κουνούπια σα σύννεφα, ψύλλοι βαρβάτοι,
που σφυρίζουνε μέσα στ᾽ αυτιά και μου λένε: Σηκώσου
να δουλέψεις, ψωμόλυσσα! Και να φοράω παλιοκούρελα,540
για κρεβάτι μου να ᾽χω μια στίβα από βούρλα γεμάτη
με κοριούς —δε σ᾽ αφήνουνε μάτι όλη νύχτα να κλείσεις—
για χαλί παλιοψάθα λιωμένη· και για μαξιλάρι,
μια κοτρόνα. Κι αντίς για μπουκιά, της μολόχας βλαστάρια
για καρβέλι φτωχά ραπανόφυλλα και για σκαμνί
μια σπασμένη λαγήνα· κι αντίς ζυμωτήρα, τον πάτο
πιθαριού τσακισμένου. Λοιπόν τα καλά που χαρίζεις,
απλόχερα, είναι αυτά και χειρότερα. ΠΕΝ. Δεν περιγράφεις
τη ζωή των φτωχών· των ζητιάνων παρά ειπες. ΧΡΕ. Ωστόσο
ζητιανιά και πενία αδελφάδες τις λέει ο λαός.
ΠΕΝ. Σεις το λέτε, που βάζετε τον Διονύσιο τον τύραννο
με τον ήρωα Θρασύβουλο, τυραννοχτόνο, ίσια κι όμοια.550
Να μου λείπει μια τέτοια κατάντια και τώρα και πάντα.
Ο ζητιάνος περνάει τη ζωή στερημένος τα πάντα
μα ο φτωχός, που αγαπά τη δουλειά του και δε σπαταλά,
τ᾽ απαραίτητα τα ᾽χει και τίποτ᾽ ας μην του περσεύει!
ΧΡΕ. Χαρισάμενος βίος να μοχτάς με σφιγμένο ζουνάρι,
σαν τινάξεις τα πέταλα, μάιδε ψιλή να σε θάψουν!
ΠΕΝ. Δε μιλάς σοβαρά. Κοροϊδεύεις. Στ᾽ αστείο το γυρνάς.
Πλάθω εγώ τους ανθρώπους καλύτερους πάρεξ ο Πλούτος
στα μυαλά και στο σώμα. Οι δικοί του ξυγκάτοι, χοντρόκωλοι,
πρησκοπόδαροι και κοιλαράδες —ξερνάς που τους βλέπεις— 560
οι δικοί μου λιγνοί, σφήκας μέση, στον πόλεμο ακράταγοι.
ΧΡΕ. Σφήκας μέση τούς κάν᾽ η δικιά σου πολύκαιρη πείνα.
ΠΕΝ. Νά σου κι άλλη αρετή του φτωχού: η σωφροσύνη.
Έργον είναι δικό μου η ντροπή, η αδικιά ᾽ναι του πλούτου.
ΧΡΕ. Ναι, μεγάλη ντροπή να τρυπάνε τους τοίχους, να κλέβουν.
ΒΛΕ. Και πώς όχι, αν μπορείς να ληστεύεις χωρίς να σε πιάνουν;
ΠΕΝ. Κοίτα τώρα τους ρήτορες. Όταν φτωχοί ξεκινάνε,
προσπαθούν στο λαό και στην πόλη να φέρνονται δίκια,
αλλά σαν μπουκωθούν της πατρίδας το χρήμα, αδικότατοι
πολεμούν το λαό και προδίνουνε την πολιτεία.570
|