Βγαίνει στο φως η Ειρήνη και μαζί της η Οπώρα από τη μία και από την άλλη η Θεωρία.
ΤΡΥ. Πώς να σε χαιρετήσω εσέ, ω χαρίστρα
520των σταφυλιών; Μυριόμετρο ένα λόγο,
για να σε χαιρετήσω, πού να βρω;
Δικό μου εγώ δεν έχω. Γεια σου, Οπώρα,
κι εσύ, Θεωρία, —τί προσωπάκι!— γεια σου.
Και τί γλυκιά και τί απαλή η πνοή σου,
που την καρδιά χαϊδεύει! Μύρου ανάσα,
ζωής αστρατολόγητης. ΕΡΜ. Δε μοιάζει
με μυρωδιά γυλιού στρατιωτικού;
ΤΡΥ. Μακριά από μένα εχθρού εχθρικό… ζεμπίλι.
Κρεμμυδοξινορέψιμο αυτός ζέχνει,
530τούτη καλοδεξίματα ευωδιάζει,
καρπούς, αυλούς, Διονύσια, τραγωδίες,
σκοπούς σοφόκλειους, τσίχλες, ευριπίδεια
ρητά… ΕΡΜ. Συκοφαντείς τη θεά· θες ξύλο·
φράσεων δικανικών ποιητή δε θέλει.
ΤΡΥ., συνεχίζοντας χωρίς να λογαριάσει τη διακοπή του Ερμή.
βέλασμα αρνιών, κισσό, κρασοτσαντίλες,
νεαρές που τρέχουν ξέστηθες στον κάμπο,
δούλα πιωμένη, πλόσκα αναγερμένη,
κι άλλα πολλά αγαθά. ΕΡΜ. Για κοίτα τώρα
τις πόλεις που φιλιώθηκαν, με τόση
540χαρά γελούν και πιάνουν την κουβέντα…
ΤΡΥ. κι ας έχουν μελανιές φριχτές στα μούτρα
και στα κορμιά σημάδια από βεντούζες.
ΕΡΜ. Κοίτα λοιπόν και των θεατών την όψη,
τις τέχνες τους να νιώσεις. ΤΡΥ. Συφορά μου!
ΕΡΜ. Κείνος που φτιάνει φούντες για τα κράνη
σουρομαδιέται. ΤΡΥ. Αυτός που φτάνει τσάπες
τινάζει μια στου ξιφαρά τη μούρη.
ΕΡΜ. Κι ο δρεπανάς πώς χαίρεται! Τον βλέπεις;
ΤΡΥ. Και δες τον κονταρά πώς φασκελώνει!
550ΕΡΜ. Διαλάλα πια να φύγουνε οι αγρότες.
ΤΡΥ. Άκουσε, κόσμε! Πίσω στα χωράφια,
τα γεωργικά τους σύνεργα αφού πάρουν,
οι γεωργοί να πάνε, δίχως δόρυ, ακόντιο και σπαθί,
κι έχει πια η παλιά η ειρήνη γύρω εδώ παντού απλωθεί.
Πέστε παιάνα κι όλοι σύρτε στα χωράφια για δουλειά!
|