ΒΔΕ. Μα δεν είναι μεγάλη σκλαβιά που όλοι αυτοί
κι όλοι οι κόλακες που έχουν μαζί τους
τις μεγάλες τις θέσεις κρατούν κι απ᾽ αυτές
θησαυρίζουν; Κι εσένα αν σου δώσουν
τους τρεις μόνο οβολούς, το θεωρείς αρκετό·
τα λεφτά που εσύ τα ᾽χεις κερδίσει
πολεμώντας στα πλοία του πολέμου ή πεζός,
πολιορκώντας και φτύνοντας αίμα.
Αλλά έν᾽ άλλο με κάνει και σκάω πιο πολύ,
πώς προστάζουν να τρέξεις στη δίκη·
έρχετ᾽ ένας νεαρός και σε βρίσκει· νά, ο γιος
του Χαιρέα, κουνιστό παιδαρέλι·
στέκει μπρος σου έτσι δα, με τα σκέλια ανοιχτά,
κι όλος νάζι λυγιέται και σειέται·
και προστάζει: «Είναι ανάγκη να τρέξεις νωρίς
να δικάσεις· να ξέρεις πως όποιος
690φτάσει αργά κι όταν θα ᾽χει το σήμα δοθεί,
δε θα πάρει τους τρεις οβολούς του.»
Αλλ᾽ αυτός, ως δημόσιος κατήγορος, κι αν
φτάσει αργά, θα τους πάρει τους έξι·
κι αν κανένας υπόδικος βάζει κρυφά
μες στο χέρι του κάτι, τα λένε
μ᾽ έναν άλλον συνάρχοντα, κι έτσι πια οι δυο
τη δουλειά στη στιγμή τη βολεύουν·
ο ένας σέρνει από δω, ο άλλος σέρνει από κει,
σαν αυτούς που δουλεύουν πριόνι.
Τον ταμία με το στόμ᾽ ανοιχτό εσύ κοιτάς
και τί κάνουν χαμπάρι δεν παίρνεις.
ΦΙΛ. Έτσι κάνουνε λες; Ποποπό συφορά!
Το βυθό της ψυχής μου ταράζεις·
προς το μέρος σου η γνώμη μου τώρα κυλά·
πώς με κάνεις κι εγώ δεν το ξέρω.
ΒΔΕ. Κι ενώ πλούσια μπορούσες να ζήσεις, κι εσύ
κι όλος ο άλλος ο κόσμος στην πόλη,
σε τυλίγουνε —πώς, δεν τον νοιώθω ούτ᾽ εγώ—
του λαού οι προκομμένοι προστάτες.
700Απ᾽ τον Πόντο δεξιά, και ζερβά ώς το νησί
τη Σαρδώ, πλήθος χώρες ορίζεις·
μα απ᾽ αυτό τί κερδίζεις εσύ; το φτωχό
το μισθό σου· και πώς σου τον δίνουν;
σαν το λάδι που πέφτει από φτίλι μαλλιού,
στάλα στάλα· όσο μόνο να ζήσεις.
Γιατί θέλουνε να είσαι φτωχός, φουκαράς·
και γιατί; θα το πω, να το μάθεις·
για να ξέρεις ποιός είναι ο αφέντης σου, ποιός
δαμαστής στο λουρί σε κρατάει,
κι όταν πάνω σε εχθρό του σου πει να ριχτείς,
να χιμάς τότ᾽ εσύ μ᾽ άγρια λύσσα.
Γιατί αν ήθελαν, εύκολο θα ᾽ταν σ᾽ αυτούς
να χαρίσουν την άνεση σε όλους·
πόσες πόλεις συμμάχων μάς φέρνουν εδώ
στην Αθήνα το φόρο τους; χίλιες·
αν στην κάθε μια πόλη αναθέταν λοιπόν
είκοσι άντρες να θρέφει Αθηναίους,
είκοσι έτσι χιλιάδες πολίτες εδώ
θα κολύμπαγαν μέσα στα πλούτη,
710και φορώντας στεφάνια θα ζούσαν διαρκώς
με πρωτόγαλα, κρέατα, καϊμάκια,
σαν που αξίζει σ᾽ ανθρώπους μιας γης σαν αυτή,
τροπαιούχους ενός Μαραθώνα.
Τώρα τρέχετε πίσω απ᾽ αυτόν που κρατά
το μισθό, σα φτωχές λιομαζώχτρες.
ΦΙΛ. Αχ δεν ξέρω τί μου ήρθε· ένα μούδιασμα, λες,
και μου απλώνεται σ᾽ όλο το χέρι·
όλη η δύναμη φεύγει, μ᾽ αφήνει, και πια
δεν μπορώ το σπαθί να κρατήσω.
Το αφήνει και πέφτει.
ΒΔΕ. Αν σε κίνδυνο κάποτε οι ίδιοι βρεθούν,
όλη τότε την Εύβοια σας δίνουν
και σας τάζουν πως στάρι θα δώσουν ευθύς,
στον καθένα πενήντα μεδίμνους·
και τους δίνουνε; πώς! λίγο λίγο· προχτές,
αφού πέρασες πρώτα από δίκη,
για να δείξεις πως είσαι πολίτης σωστός,
πήρες πέντε μεδίμνους…κριθάρι.
Νά γιατί σε κρατούσα στο σπίτι κλειστό,
720για να ζεις όπως πρέπει, καλά να περνάς,
κι όχι μπαίγνιο να σ᾽ έχουν με λόγια παχιά.
Ό,τι θέλει η καρδούλα σου κι ό,τι αγαπάς
θα σου δίνω, πατέρα μου, εξόν
…του δημοσίου ταμείου το γάλα.
|