ΑΓΓΕΛΟΣ Α’
Το κοπάδι των μόσχων μόλις ανέβαινε προς τους βράχους,
την ώρα που ο ήλιος στέλνει τις αχτίνες του να ζεστάνουν τη γη.
680Άξαφνα βλέπω τρεις θιάσους γυναικείων χορών.
Κορυφαία στον πρώτο η Αυτονόη,
στο δεύτερο η μητέρα σου η Αγαύη,
στον τρίτο η Ινώ.
Όλες τους είχαν βυθιστεί στον ύπνο, τα κορμιά τους αφημένα.
Άλλες ακουμπούσαν με την πλάτη σε χαίτη ελάτου,
685και άλλες είχαν γερμένο το κεφάλι τους στο χώμα
πάνω σε φύλλα δρυός,
όπως έτυχε, όμως σεμνά — όχι όπως λες εσύ,
πως μεθυσμένες από το κρασί και τον ήχο του αυλού
κυνηγούν την Αφροδίτη μέσα στις κρυφές ερημιές του δάσους.
Η μητέρα σου,
όταν άκουσε τους μυκηθμούς των κερασφόρων μόσχων,
εγέρθηκε στη μέση των βακχών και ύψωσε τον ιερό αλαλαγμό,
690για να ελευθερώσουν τα κορμιά τους απ᾽ τον ύπνο.
Εκείνες τίναξαν από τα βλέφαρά τους τον θαλερό ύπνο
και πετάχτηκαν επάνω
—να βλέπεις την τάξη τους και να θαυμάζεις—
νέες, γριές και ανύπαντρα κορίτσια.
695Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους,
έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών,
αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν,
και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
Άλλες, που εγκατέλειψαν τα βρέφη τους νεότοκες
και το στήθος τους έσφυζε,
κρατούσαν στην αγκαλιά τους ζαρκάδι ή άγρια λυκόπουλα
700και τους έδιναν άσπρο γάλα.
Έπειτα φόρεσαν στεφάνια από κισσό
και δρυ και ανθισμένη σμιλακιά.
Άδραξε μια τον θύρσο, χτυπάει στο βράχο
705και αναβλύζει δροσερό νερό.
Άλλη βύθισε στο χώμα τη ράβδο του θύρσου
και ο θεός εκεί άνοιξε κρήνη οίνου.
Και όσες ένιωθαν τον πόθο του λευκού ποτού
με τ᾽ ακροδάχτυλά τους χάραζαν το χώμα
και ανέβαιναν βρύσες γάλα.
710Από τους κισσοφόρους θύρσους έσταζαν
γλυκιές σταγόνες μέλι.
Ένα σου λέω:
Αν ήσουν εκεί, με προσευχές θα ικέτευες
τον θεό που τώρα ψέγεις,
αυτά μόνο να έβλεπες.
Μαζευτήκαμε βουκόλοι και ποιμένες
και αρχίσαμε να λέει ο ένας στον άλλον όσα είδαμε
715και να μαλώνουμε.
Και κάποιος που περιφέρεται στην πόλη,
ένας λογοκόπος, είπε σε όλους μας:
«Εσείς που κατοικείτε τις ιερές κορυφές των βουνών,
θέλετε να πιάσουμε πάνω στη βακχεία την Αγαύη,
720τη μητέρα του Πενθέα,
και να προσφέρουμε εκδούλευση στον βασιλιά μας;»
Μας εφάνη πως μίλησε σωστά
και κρυμμένοι μέσα στα φυλλώματα των θάμνων καραδοκούσαμε.
Εκείνες, στην ώρα τους, έσειαν τον θύρσο,
για να ξεκινήσει η βακχεία,
και όλες τους, μ᾽ ένα στόμα, επικαλούνταν τον Διόνυσο,
725τον γιο του Διός, και τον έλεγαν Ίακχο.
Εβάκχευε μαζί τους όλο το βουνό και τ᾽ αγρίμια.
Τίποτα στο πέρασμά τους δεν έμενε ασάλευτο.
|