Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (3.1.11-3.1.25)
[3.1.11] Ἐπεὶ δὲ ἀπορία ἦν, ἐλυπεῖτο μὲν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ οὐκ ἐδύνατο καθεύδειν· μικρὸν δ᾽ ὕπνου λαχὼν εἶδεν ὄναρ. ἔδοξεν αὐτῷ βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῖν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν, καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσα. [3.1.12] περίφοβος δ᾽ εὐθὺς ἀνηγέρθη, καὶ τὸ ὄναρ τῇ μὲν ἔκρινεν ἀγαθόν, ὅτι ἐν πόνοις ὢν καὶ κινδύνοις φῶς μέγα ἐκ Διὸς ἰδεῖν ἔδοξε· τῇ δὲ καὶ ἐφοβεῖτο, ὅτι ἀπὸ Διὸς μὲν βασιλέως τὸ ὄναρ ἐδόκει αὐτῷ εἶναι, κύκλῳ δὲ ἐδόκει λάμπεσθαι τὸ πῦρ, μὴ οὐ δύναιτο ἐκ τῆς χώρας ἐξελθεῖν τῆς βασιλέως, ἀλλ᾽ εἴργοιτο πάντοθεν ὑπό τινων ἀποριῶν. [3.1.13] ὁποῖόν τι μὲν δὴ ἐστὶ τὸ τοιοῦτον ὄναρ ἰδεῖν ἔξεστι σκοπεῖν ἐκ τῶν συμβάντων μετὰ τὸ ὄναρ. γίγνεται γὰρ τάδε. εὐθὺς ἐπειδὴ ἀνηγέρθη πρῶτον μὲν ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει· τί κατάκειμαι; ἡ δὲ νὺξ προβαίνει· ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ εἰκὸς τοὺς πολεμίους ἥξειν. εἰ δὲ γενησόμεθα ἐπὶ βασιλεῖ, τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ πάντα μὲν τὰ χαλεπώτατα ἐπιδόντας, πάντα δὲ τὰ δεινότατα παθόντας ὑβριζομένους ἀποθανεῖν; [3.1.14] ὅπως δ᾽ ἀμυνούμεθα οὐδεὶς παρασκευάζεται οὐδὲ ἐπιμελεῖται, ἀλλὰ κατακείμεθα ὥσπερ ἐξὸν ἡσυχίαν ἄγειν. ἐγὼ οὖν τὸν ἐκ ποίας πόλεως στρατηγὸν προσδοκῶ ταῦτα πράξειν; ποίαν δ᾽ ἡλικίαν ἐμαυτῷ ἐλθεῖν ἀναμείνω; οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἔτι πρεσβύτερος ἔσομαι, ἐὰν τήμερον προδῶ ἐμαυτὸν τοῖς πολεμίοις. |
[3.1.11] Επειδή όμως η κατάσταση ήταν δύσκολη, στενοχωριόταν κι αυτός μαζί με τους άλλους και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μα μόλις τον πήρε λιγάκι ο ύπνος, είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως ακούστηκε μια βροντή κι έπεσε κεραυνός στο πατρικό του σπίτι κι απ᾽ αυτόν φωτίστηκε ολόκληρο. [3.1.12] Τρομαγμένος ξύπνησε μονομιάς και το όνειρο από τη μια το έβρισκε καλό, γιατί βρισκόταν μέσα σε κόπους και κινδύνους και του φάνηκε πως είδε μεγάλο φως σταλμένο από το Δία. Από την άλλη όμως ένιωθε και φόβο, γιατί νόμισε, βέβαια, πως το όνειρο το είχε στείλει ο Δίας ο βασιλιάς, μα του φάνηκε πως η φωτιά άναβε ολόγυρα. Και σκέφτηκε μήπως δεν μπορούσε να βγει από τη χώρα του βασιλιά, αλλά τον εμπόδιζαν οι δυσκολίες απ᾽ όλα τα μέρη. [3.1.13] Ποιά είναι η σημασία ενός τέτοιου ονείρου, μπορεί κανείς να κρίνει από κείνα που έγιναν αφού το είδε. Έγιναν δηλαδή τούτα δω: Τη στιγμή που ξύπνησε, πρώτα πρώτα του ήρθαν αυτές οι σκέψεις: «Γιατί είμαι πλαγιασμένος; Η νύχτα προχωρεί· και μόλις ξημερώσει, είναι φυσικό να έρθουν οι εχθροί. Αν πέσουμε στα χέρια του βασιλιά, τί θα εμποδίσει να σκοτωθούμε ύστερ᾽ από κακοποιήσεις, αφού πρώτα δούμε τις πιο τρομερές συμφορές και πάθουμε τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς; [3.1.14] Κανένας δεν ετοιμάζεται ούτε φροντίζει πώς θα υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας, αλλά είμαστε πλαγιασμένοι σαν να έχουμε το δικαίωμα να περνάμε ήσυχα. Κι εγώ το στρατηγό ποιάς πόλης καρτερώ να τα κάμει αυτά; Και σε ποιά ηλικία περιμένω πρώτα να φτάσω; Γιατί βέβαια δεν πρόκειται να μεγαλώσω άλλο, αν παραδώσω σήμερα τον εαυτό μου στους εχθρούς». |