Με τον γενναίον Πάτροκλον εκείνοι συνταγμένοι
κινούνταν μεγαλόψυχα ως πόπεσαν στους Τρώας.
Κι εχύνονταν ορμητικά, καθώς πετιούνται οι σφήκες
260που την φωλιά τους έστησαν παράμερα του δρόμου,
που, ως συνηθούν, ανόητα παιδιά τες ερεθίζουν
και απ᾽ αγνωσιά τους προξενούν κακό πολλών ανθρώπων·
που αν τες ταράξει αθέλητα διαβάτης ξεπετιούνται
όλες με ανδράγαθην ψυχήν να σώσουν τα μικρά τους.
265Ομοίως τότε με καρδιάν αδάμαστην και ανδρείαν
οι Μυρμιδόνες χύνονται εμπρός εις τα καράβια·
και αλαλαγμός ασίγητος εβρόντα εις τον αέρα
κι έσυρε ο Πάτροκλος φωνήν μεγάλην στους συντρόφους:
«Ω Μυρμιδόνες, σύντροφοι του θείου Αχιλλέως,
270άνδρες φανείτε, μ᾽ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,
ο Αχιλλεύς να δοξασθεί, που των Αργείων όλων
αυτός εξέχει ασύγκριτος και οι σύντροφοί του ανδρείοι,
να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων
πόσο έσφαλε που αψήφησε των Αχαιών τον πρώτον».
275Είπε και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας
κι έπεσαν όλοι σύσσωμοι στους Τρώας, και τα πλοία
απ᾽ την βοήν των Αχαιών τρομακτικά βροντήσαν.
Είδαν οι Τρώες στ᾽ άρματα ν᾽ αστράφτουν έμπροσθέν τους
ο Πάτροκλος ο ανδράγαθος με τον θεράποντά του
280κι ελάκτισε η καρδία τους, και οι τάξεις σαλευθήκαν,
θαρρώντας που εξεθύμωσε κι έκαμε πάλι αγάπην
και από τες πρύμνες όρμησεν ο ανίκητος Πηλείδης.
Και από τον όλεθρον καθείς εκοίτα πού να φύγει.
Την λόγχην πρωτοακόντισεν ο Πάτροκλος στην μέσην
285οπού εκτυπιούνταν πάμπολλοι, στην άκρην στο καράβι
αυτό που ο Πρωτεσίλαος είχε οδηγήσει ο μέγας,
και τον Πυραίχμην, αρχηγόν των ιππικών Παιόνων,
που απ᾽ τον πλατύροον Αξιόν στην Αμυδώνα πίνουν,
στον δεξιόν ώμον κτύπησε κι έπεσε αυτός με βόγγον.
290Και οι Παίονες εσκόρπισαν, ως είδαν τρομαγμένοι
που ο Πάτροκλος τους φόνευσε τον μέγαν πολεμάρχον.
Και αφού τους Τρώας έδιωξεν από τες πρύμνες όλους,
σβήνει την φλόγα μένει αυτού μισόκαυτο το πλοίον·
σκορπούν οι Τρώες με κραυγές, οι Δαναοί στα πλοία
295τους κυνηγούν, και αλαλαγμός μεγάλος εσηκώθη.
Και ως όταν σύγνεφο χοντρό σκεπάζει μέγα όρος,
αν το σηκώσ᾽ η δύναμις του αστραποβόλου Δία,
φαίνεται κάθε κορυφή, κάθ᾽ άκρη, κάθε πλάγι,
κι εσχίσθη από τον ουρανόν απέραντος ο αιθέρας,
300έτσι αφού διώξαν οι Αχαιοί το πυρ απ᾽ τα καράβια,
ανάπνευσαν, αν και ποσώς δεν έπαυσεν η μάχη·
διότι ακόμη ακράτητα μακράν απ΄ τα καράβια
απ᾽ τους ανδρείους Αχαιούς δεν έφευγαν οι Τρώες,
και αν απ᾽ τες πρύμνες στανικώς αγάλι αναποδίζαν,
305όμως ακόμη αντίστεκαν. Και αφού σκορπίσθ᾽ η μάχη,
μονόμαχα κάθε αρχηγός έναν εφόνευσ᾽ άνδρα·
με λόγχην ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου
τρυπά τον Αρηίλυκον, κει που έμπροσθέν του εστράφη,
εις το μερί, το χάλκινο κοντάρι βγαίνει πέρα,
310του σπα το κόκαλο και αυτός επίστομα βροντάει.
Τον Θόαντα ο Μενέλαος στο στήθος, που εγυμνώθη
απ᾽ την ασπίδα, ελόγχισε και του ᾽λυσε τα μέλη.
Του Αμφίκλου κόφτει την ορμήν ο Μέγης και με λόγχην
τ᾽ οπίσω μέρος κτύπησε του σκέλους, που του ανθρώπου
315εκεί χοντραίνει ο ποντικός· όλα τα νεύρα η λόγχη
έσχισε, και τους οφθαλμούς τού εσκέπασε μαυρίλα.
Και οι Νεστορίδες — πέρασε την λόγχην στου Ατυμνίου
τον λάγγονα ο Αντίλοχος, κι εμπρός εκείνος πέφτει.
Τον Μάριν τότ᾽ εθύμωσεν ο φόνος του αδελφού του,
320κι εστήθη εμπρός εις τον νεκρόν ενάντια του Αντιλόχου·
πριν τον κτυπήσει επρόφθασεν ο ισόθεος Θρασυμήδης
και με την λόγχην εύρηκε τον Μάριν εις τον ώμον,
στην άκρην του βραχίονος, τους ποντικούς τού κόφτει
και σπα το κλειδοκόκαλο· κάτω βροντά και σκότος
325εσκέπασε τα μάτια του κι έτσι απ᾽ αδέλφια δύο
δύο σταθήκαν αδελφοί του ερέβους εις τα βάθη.
Του Σαρπηδόνος σύντροφοι, λαμπροί κονταροφόροι,
του Αμισωδάρου αγόρια, που έθρεψε το τέρας
το λυσσερό, την Χίμαιραν, κακό πολλών ανθρώπων,
330τον Κλεόβουλον, που σκόνταψε στην ταραχήν της μάχης
έπιασ᾽ ο Οϊλείδης ζωντανόν, αλλά εκεί στον τόπον
τον πάταξε με μάχαιραν στον σβέρκον, και όλ᾽ η σπάθη
από το αίμα εζέστανε, και του ᾽κλεισαν τα μάτια
η μοίρα η παντοδύναμη και του θανάτου ο σκότος.
335Και ο Λύκων και ο Πηνέλεως πιασθήκαν, ότι πρώτοι
ο ένας τ᾽ άλλου αβόλετα τες λόγχες ακοντίσαν·
με ξίφη πάλι πιάνονται· και ο Λύκων εις τον κώνον
τραβά του κράνους και η λαβή τού εκόπηκε του ξίφους·
στον σβέρκον ο Πηνέλεως του σέρνει, στο ριζαύτι,
340και όλο το ξίφος βύθισε και από το δέρμα μόνον
δίπλα εκρεμάσθ᾽ η κεφαλή — κι ελύθηκαν τα μέλη.
Και ο Μηριόνης γρήγορα προφθάνει και λογχίζει
στον ώμον τον Ακάμαντα, που ανέβαινε στ᾽ αμάξι·
πέφτει απ᾽ τ᾽ αμάξι, και άπλωσε στα μάτια του σκοτάδι.
345Στο στόμα τον Ερύμαντα βαρεί με το κοντάρι
ο Ιδομενεύς, κι επέρασεν η λόγχη ως αποκάτω
του εγκεφάλου κι έσπασε τα άσπρα κόκαλά του·
αίμα τα μάτια γέμισαν, τα δόντια πεταχθήκαν
κι αίμα απ᾽ το στόμα ολάνοικτο φυσά και απ᾽ τα ρουθούνια
350και αυτού τον ζώνει σύννεφον ολόμαυρο θανάτου.
|