Κι έφαγαν στα τραπέζια και των δυο θεοί [στρ. ε]
κι είδαν τ᾽ αθάνατα παιδιά του Κρόνου
στις χρυσές έδρες των και δέχτηκαν
του γάμου δώρ᾽ από τα χέρια των
95και με του Δία τη χάρη
μετά τους μόχτους των τους πρωτυτερινούς
έστησαν όρθιες τις καρδιές των πάλι.
Ξανά κατόπι από καιρό
τον ένα, οι θυγατέρες του τον στέρησαν
με τις σκληρές τις συμφορές των
μέρος από την ευτυχία του,
οι τρείς — γιατί ο πατέρας πάλι ο Δίας
ήρθε σ᾽ ερωτικό γλυκοσυνταίριασμα
με τη λευκώλενη Θυώνη.
100Και του άλλου πάλι ο γιος, μοναχογιός, [αντ. ε]
που γέννησε η αθάνατη στη Φθία η Θέτη,
με σαϊτιά στον πόλεμο χάνοντας τη ζωή του,
θρήνο μεγάλο σήκωσε στους Δαναούς
όταν καιόνταν στην πυράν επάνω.
Και γι᾽ αυτό πρέπει ο άνθρωπος,
οπού το δρόμο ξέρει ο νους του της αλήθειας,
την ευτυχία να χαίρεται
που οι μάκαρες θεοί του στείλουν·
105οι άνεμοι οι ψηλοπετούμενοι
κάθε φορά κι αλλιώτικοι φυσούνε
και δε βαστούνε τ᾽ αγαθά πολύν καιρό
που έξω από κάθε μέτρο πλημμυρούνε.
Μικρός θενά ᾽μαι στα μικρά, [επωδ. ε]
μεγάλος στα μεγάλα·
την τύχη, που μου δίνεται κάθε φορά,
από καρδιάς, θενα τιμώ και θα δουλεύω,
με το δικό μου τρόπο εγώ ·
110κι αν μου ᾽διν᾽ ο θεός πλούτη αρκετά,
ελπίδα ν᾽ έχω πως θενά ᾽φτανε κατόπι
η δόξα μου πολύ ψηλά·
ο Νέστορας κι ο λύκιος Σαρπηδόνας,
οι κοσμοξάκουστοι, μας έγιναν γνωστοί
απ᾽ τα τραγουδιστά τα λόγια,
οπού τεχνίτες τους ταιριάσανε σοφοί·
γιατ᾽ είναι οι ξακουσμένοι οι στίχοι
115που κάνουνε πολύχρονη την αρετή·
μα αυτό δεν είναι καθενός να του πετύχει.
|