Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (487-526)


ΧΟ. ἀλλ᾽ ἤδη χρῆν τι λέγειν ὑμᾶς σοφὸν ᾧ νικήσετε τηνδὶ
ἐν τοῖσι λόγοις ἀντιλέγοντες, μαλακὸν δ᾽ ἐνδώσετε μηδέν.
ΧΡ. φανερὸν μὲν ἔγωγ᾽ οἶμαι γνῶναι τοῦτ᾽ εἶναι πᾶσιν ὁμοίως,
490ὅτι τοὺς χρηστοὺς τῶν ἀνθρώπων εὖ πράττειν ἐστὶ δίκαιον,
τοὺς δὲ πονηροὺς καὶ τοὺς ἀθέους τούτων τἀναντία δήπου.
τοῦτ᾽ οὖν ἡμεῖς ἐπιθυμοῦντες μόλις ηὕρομεν ὥστε γενέσθαι
βούλευμα καλὸν καὶ γενναῖον καὶ χρήσιμον εἰς ἅπαν ἔργον.
ἢν γὰρ ὁ Πλοῦτος νυνὶ βλέψῃ καὶ μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ,
495ὡς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ἀνθρώπων βαδιεῖται κοὐκ ἀπολείψει,
τοὺς δὲ πονηροὺς καὶ τοὺς ἀθέους φευξεῖται· κᾆτα ποήσει
πάντας χρηστοὺς —καὶ πλουτοῦντας δήπου— τά τε θεῖα σέβοντας.
καίτοι τούτου τοῖς ἀνθρώποις τίς ἂν ἐξεύροι ποτ᾽ ἄμεινον;
ΒΛ. οὐδείς· τούτου μάρτυς ἐγώ σοι· μηδὲν ταύτην γ᾽ ἀνερώτα.
500ΧΡ. ὡς μὲν γὰρ νῦν ἡμῖν ὁ βίος τοῖς ἀνθρώποις διάκειται,
τίς ἂν οὐχ ἡγοῖτ᾽ εἶναι μανίαν κακοδαιμονίαν τ᾽ ἔτι μᾶλλον;
πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν ἀνθρώπων ὄντες πλουτοῦσι πονηροί,
ἀδίκως αὐτὰ ξυλλεξάμενοι· πολλοὶ δ᾽ ὄντες πάνυ χρηστοὶ
πράττουσι κακῶς καὶ πεινῶσιν μετὰ σοῦ τε τὰ πλεῖστα σύνεισιν.
505οὔκουν εἶναί φημ᾽, εἰ παύσει ταύτην βλέψας ποθ᾽ ὁ Πλοῦτος,
ὁδὸν ἥντιν᾽ ἰὼν τοῖς ἀνθρώποις ἀγάθ᾽ ἂν μείζω πορίσειεν.
ΠΕ. ἀλλ᾽, ὦ πάντων ῥᾷστ᾽ ἀνθρώπων ἀναπεισθέντ᾽ οὐχ ὑγιαίνειν
δύο πρεσβύτα, ξυνθιασώτα τοῦ ληρεῖν καὶ παραπαίειν,
εἰ τοῦτο γένοιθ᾽ ὃ ποθεῖθ᾽ ὑμεῖς, οὔ φημ᾽ ἂν λυσιτελεῖν σφῷν.
510εἰ γὰρ ὁ Πλοῦτος βλέψειε πάλιν διανείμειέν τ᾽ ἴσον αὑτόν,
οὔτε τέχνην ἂν τῶν ἀνθρώπων οὔτ᾽ ἂν σοφίαν μελετῴη
οὐδείς· ἀμφοῖν δ᾽ ὑμῖν τούτοιν ἀφανισθέντοιν ἐθελήσει
τίς χαλκεύειν ἢ ναυπηγεῖν ἢ ῥάπτειν ἢ τροχοποιεῖν,
ἢ σκυτοτομεῖν ἢ πλινθουργεῖν ἢ πλύνειν ἢ σκυλοδεψεῖν,
515ἢ γῆς ἀρότροις ῥήξας δάπεδον καρπὸν Δηοῦς θερίσασθαι,
ἢν ἐξῇ ζῆν ἀργοῖς ὑμῖν τούτων πάντων ἀμελοῦσιν;
ΧΡ. λῆρον ληρεῖς. ταῦτα γὰρ ἡμῖν πάνθ᾽ ὅσα νυνδὴ κατέλεξας
οἱ θεράποντες μοχθήσουσιν. ΠΕ. πόθεν οὖν ἕξεις θεράποντας;
ΧΡ. ὠνησόμεθ᾽ ἀργυρίου δήπου. ΠΕ. τίς δ᾽ ἔσται πρῶτον ὁ πωλῶν,
520ὅταν ἀργύριον κἀκεῖνος ἔχῃ; ΧΡ. κερδαίνειν βουλόμενός τις
ἔμπορος ἥκων ἐκ Θετταλίας παρ᾽ ἀπλήστων ἀνδραποδιστῶν.
ΠΕ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἔσται πρῶτον ἁπάντων οὐδεὶς οὐδ᾽ ἀνδραποδιστὴς
κατὰ τὸν λόγον ὃν σὺ λέγεις δήπου. τίς γὰρ πλουτῶν ἐθελήσει
κινδυνεύων περὶ τῆς ψυχῆς τῆς αὑτοῦ τοῦτο ποῆσαι;
525ὥστ᾽ αὐτὸς ἀροῦν ἐπαναγκασθεὶς καὶ σκάπτειν τἄλλα τε μοχθεῖν
ὀδυνηρότερον τρίψεις βίοτον πολὺ τοῦ νῦν. ΧΡ. ἐς κεφαλὴν σοί.


ΧΟΡ. (στο Χρεμύλο και στο Βλεψίδημο)
Άιντε τώρα με λόγια σοφά αποστομώστε τη Φτώχεια,
νικητάδες σκληροί στον αντίλογο κι ανυποχώρητοι.
ΧΡΕ. Καταφάνερο κι όλοι το βρίσκουνε δίκιο πολύ
οι καλοί να ευτυχούνε κι αντίθετα οι φαύλοι κι άθεοι490
να στερούνται. Έτσι εμείς, για να βάλουμε τάξη στον κόσμο,
άξια απόφαση πήραμε, ωφέλιμη σ᾽ όλα κι ωραία:
αν ο Πλούτος ξανάβρει το φως του και δεν παραδέρνει,
σαν και τώρα τυφλός, θα πηγαίνει γραμμή στους καλούς
και θα μένει μαζί τους, θα φεύγει τους φαύλους κι αθέους.
Όλοι τότες οι άνθρωποι θα γίνουνε πλούσιοι, καλοί,
θεοφοβούμενοι. Πες μου, λοιπόν, αν μπορεί πιο μεγάλο
αγαθό στους ανθρώπους να δώσει κανένας; ΒΛΕ. Κανένας!
Όρκο παίρνω. Και τούτηνε μην την ξετάζεις του κάκου.
ΧΡΕ. Όπως είναι στημένη ως τα τώρα η ζωή των ανθρώπων,500
πες μου ποιός δεν τη βρίσκει κατάρατη, ξέφρενη κι άθλια;
Ποιοί ᾽ναι πλούσιοι; Οι κατέργαροι. Αυτοί θησαυρίζουν με
κάθε ανομία. Κι όσοι τίμιοι και ντρόμπροι πολύ δυστυχούνε
και πεινάνε. Κι ο φταίχτης εσύ!
(Δείχνει την Πενία)
Τους κολλάς και δε φεύγεις.
Αν λοιπόν ξαναβλέψει ο θεός και τελειώσουνε τ᾽ άδικα,
πες μου τότε αν υπάρχει στον κόσμο αγαθό μεγαλύτερο.
ΠΕΝ. Γεροντάκια μου, πόσο αλαφρόμυαλα ξεγελαστήκατε!
Ζυγωτά παραδέρνετε, ακράταγα μωρολογώντας.
Άμα οι πόθοι σας πραγματωθούνε, ζημιά σας μεγάλη.
Αν ο Πλούτος ξανάβλεπε και σ᾽ ολουνούς μοιραζόταν,510
ποιός θα δούλευε τότες ή ποιός θα κατέβαζε ιδέες;
Κι όταν λείψουνε τέχνες και νους εφευρέτης, ποιός τότε
θα δουλεύει τσαγκάρης ή ράφτης, χαλκιάς, καρολόγος,
μαραγκός καραβιών ή ταμπάκης και ποιός τα σκουτιά σας
θα τα πλέν᾽ ή πλιθιές θα φουρνίζ᾽ ή θα σκάβει βαθιά
με τ᾽ αλέτρι τα σπλάχνα της γης, θα θερίσει κατόπι,
όταν όλοι αφεντάδες ζωή θα περνούν ακαμάτισσα;
ΧΡΕ. Κουταμάρες! Τούτ᾽ όλα που αράδιασες, δούλοι τα φκιάνουν.
ΠΕΝ. Αλλά πού θα τους βρίσκεις; ΧΡΕ. Εγώ; Θ᾽ αγοράζ᾽ όσους θέλω,
μια και θα ᾽χω το χρήμα. ΠΕΝ. Και ποιός θα τους πούλαγε, πες μου,
όταν θα ᾽χε το χρήμα κι αυτός; ΧΡΕ. Παραδόπιστοι έμποροι520
Θεσσαλοί θα πουλούνε όσους άλλοι τούς πιάνουν με δόλο.
ΠΕΝ. Ποιός θα βγαίνει παγάνα ν᾽ αρπάζει ξωμάχους απόμερους;
Και ποιός θα ᾽παιζε τόσο κουτά τη ζωή του, όταν είναι,
όπως λες, παραδούχος κι αυτός; Θ᾽ αναγκάζεσαι τότες
μοναχός σου να σκάβεις, να οργώνεις και κάθε χρειαζούμενο
να μοχτάς να το φκιάνεις μονάχος σου. Τέτοια ζωή
τρισχειρότερη θα ᾽ναι απ᾽ αυτήνε, που τώρα περνάς.
ΧΡΕ. Στο κεφάλι σου απάνου όλα τούτα να πέσουνε χύμα.