ΧΟΡ. ΓΥΝ. Κι εγώ ποτέ μου δε θα πάψω να χορεύω κι ούτε [αντ.]
τα γόνατα θα μου λυγίσει κούραση μεγάλη.
Και μαζί τους θα παλεύω
για την αρετή, γιατ᾽ έχουν
χαραχτήρα και μυαλό,
της πατρίδας έρωτα
και κουράγιο αληθινά.
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Χάιντε, γράδες, παλίκαροι, τσουκνιδομάνες
550μανιασμένες ορμάτε, ο καιρός είναι πρίμος.
ΛΥΣ. Άλλ᾽ αν άξαφνα ο Έρως κι η μάνα του η Κύπρη
στα μπατζάκια, στον κόρφο μού ανάψουν φωτιά
και μπροστά μου τεντώσουν αντρίκια ξυλάγγουρα,
σταματούν οι πολέμοι — σωτήρες εμείς!
ΠΡΟ. Αλλά πώς; ΛΥΣ. Στο παζάρι κανένας τρελός
δε θα βγαίνει οπλισμένος. ΚΛΕ. Κανείς, μά την Κύπρη.
ΛΥΣ. Ως τα τώρα, όπου λάχανα κι όπου τσουκάλια,
οπλισμένοι γυρνάνε, λες κι είναι Κορύβαντες.
ΠΡΟ. Παλικάρια και φαίνονται. ΛΥΣ. Πόσο γελοίο
στο σκουτάρι σου να ᾽χεις Γοργόνα και συ
560αχινούς να ψωνίζεις! ΚΛΕ. Κι εγώ μιαν ημέρα
ένα φύλαρχον είδα καβάλα, μακρυόμαλλον,
να γεμίζει τη χάλκινη μάσκα μπιζέλια.
Κι άλλος πάλι, Θρακιώτης, εσειούσε αγριεμένα
το κοντάρι και φόβιζε την πατζαρίτισσα
και τα σύκα της κλέβοντας, τα ᾽χαφτε ο βλάμης.
ΠΡΟ. Με ποιά δύναμη εσείς θα ξεμπλέξετε τόσο
ταραγμένα τα πράματα σ᾽ όλην τη χώρα;
ΛΥΣ. Ευκολότατα. ΠΡΟ. Μπα! Κάνε τό μου λιανά!
ΛΥΣ. Όπως όταν το νήμα μπλεχτεί στο κουβάρι,
μια το πιάνω από δω, μια το πιάνω από κει,
ώσπου νά βρω την άκρα, παρόμοια τον πόλεμο
θα του βρούμε την άκρ᾽, άμα σμίξουν πρεσβείες
570κι από δω κι από κει. ΠΡΟ. Αλλά τρίχες δεν είναι
μάιδε ρόκα κι αδράχτι, κουφόμυαλη, ο πόλεμος.
ΛΥΣ. Νά! κουκούτσι δεν έχετε, αλλιώς δάσκαλοί σας
στα δημόσια τα πράματα θα ᾽ταν οι τρίχες μας.
ΠΡΟ. Αλλά πώς; ΛΥΣ. Όπως κάνουμ᾽ εμείς τα μαλλιά.
Πρώτα-πρώτα την μπάλα τους μέσα στον κάδο
την ξεπλένω. Κι ελόγου σας όμοια τη λέρα
θα ξεπλένετε της πολιτείας. Και κατόπι
στη σανίδα, ξαπλώνοντας τους παλιανθρώπους
κοπανάτε τους, όσο μπορείτε. Κατόπι
κολλιτσίδες κι αγκάθια αφαιρείτε. Και κείνους
που συσταίνουνε κλίκες να σώσουν το έθνος
με ξυστρί να τους βγάζετε τρίχα την τρίχα.
Και μετά το λανάρισμα, να τους σωριάζετε
ολουνούς μονοιασμένους στην καλαθούνα.
580Κι όσοι φίλοι μας ξένοι και μέτοικοι κι όσοι
του δημόσιου χρεώστες και αυτούς καλαθιάζετε!
Μην ξεχνάτε τις σκόρπιες στα ξέν᾽ αποικίες μας.
Σαν κουβάρια κι αυτές, το ᾽να δω, τ᾽ άλλο κει,
της κλωστής τους την άκρ᾽ αφού πιάσετ᾽, εδώ
να τις κάνετε μια τρισμεγάλη τουλούπα
κι απ᾽ αυτήν μια ζεστή πατατούκα να φάνετε
για το δόλιο λαό. ΠΡΟ. Τρομερό, την πατρίδα
να τη λένε μαλλί για κοπάνισμα οι φούστες,
που ποτέ τους δεν είδανε πόλεμο. ΛΥΣ. Μάθε,
πως διπλά και τριπλά του πολέμου τα βάρη
τα σηκώνουμ᾽ εμείς, που γεννάμε τ᾽ αγόρια
που στρατιώτες εσύ μας τα παίρνεις, παγκάκιστε!
590ΠΡΟ. Πάψε, μη μου θυμίζεις δυσάρεστα πράματα!
ΛΥΣ. Κι όταν πρέπει κι εμείς να χαρούμε τα νιάτα μας,
ολομόναχες πέφτουμε — λείπει το ταίρι μας.
Κι άσ᾽ εμάς! Τα κορίτσια λυπάμαι, γεράζουν
αζευγάρωτα. ΠΡΟ. Μήπως κι εμείς δε γεράζουμε;
ΛΥΣ. Μα δεν είναι το ίδιο! Όταν ο άντρας γυρίζει,
κι ασπρομάλλης αν είναι, μπορεί νά βρει νύφη
και μικρούλα. Ο καιρός της γυναίκας ολίγος
κι αν τον χάσει, κανείς δεν την παίρνει· και κάθεται
μες στο σπίτι και ρέβει μ᾽ ονείρατα μόνο.
ΠΡΟ. Σαν το λεγ᾽ η περδικούλα του…
ΛΥΣ. Ζεις ακόμα, ρε ψοφίμι;
Τίναξε τα πέταλα!
600Στρέμματα πολλά για τάφους!
Το κιβούρι αγόρασε
και σου φκιάνω εγώ τα κόλλυβα.
Νά! και νεκρολούλουδα.
(Του πετάει στα μούτρα χώματα)
ΚΛΕ. Νά! κι αυτά από μένανε. (Το ίδιο) ΜΥΡ. Νά! στεφάνι ελόγου μου!
(Του πετάει κορδέλες)
ΛΥΣ. Τί κοκάλωσες ψοφίμι;
Άι, σε περιμένει ο Χάρος
στη φελούκα του. Πολύ
τονε καθυστέρησες.
(Οι γυναίκες φεύγουν. Ο Πρόβουλος τινάζει τις βρομιές από πάνω του)
ΠΡΟ. Βρε τί κακό ᾽παθα ο καημένος, θε μου!
Στους άλλους συναδέρφους μου θα πάω,
610όπως είμαι, τα χάλια μου να ιδούνε!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Σωστό δεν είναι λεύτεροι τα χέρια να σταυρώνουν.
Εμπρός! σαν άντρες την ντροπήν ετούτη να ξεπλύνουμε.
|