ΧΟΡ. Ποτέ μας δεν ακούσαμε
κανέναν έτσι να μιλά
και καθαρά και φρόνιμα.
ΦΙΛ. Ξέφραγο αμπέλι νόμιζε πως θά᾽ βρει να τρυγήσει
και δίχως νοικοκύρη· εγώ στα τέτοια, βρε, είμαι μάνα.
ΧΟΡ. Όλα γραμμή τα εξέτασε,
τίποτα δεν παράλειψε·
με τί χαρά τον άκουγα,
και νόμιζα πως ψήλωνα
640κι έλεα πως είμαι δικαστής
μες στων μακάρων τα νησιά.
ΦΙΛ. Κοιτάχτε τον πώς τα ᾽χασε και στρίβει το κορμί του!
Βρε θα σε κάμω σήμερα να λες «και πού να φύγω;»
ΧΟΡ., στο Βδελυκλέωνα.
Φρόντισε νά᾽ βρεις μηχανές
πολλές για ν᾽ απολογηθείς·
μέσα μου βράζει αψύς θυμός,
που θα σταθεί αγαλήνευτος,
αν δε μιλήσεις σύμφωνα
μ᾽ εκείνα που έχω εγώ στο νου.
ΚΟΡ. Αν δεν έχεις να πεις λόγια εσύ πειστικά,
μια μεγάλη μυλόπετρα τότε,
μια μυλόπετρα νιόκοπη ανάγκη να βρεις,
για ν᾽ αλέσει τον τόσο θυμό μου.
650ΒΔΕ. Για να γιάνει μια αρρώστια παλιά, που βαθιά
στο κορμί έχει χωθεί της Αθήνας,
θέλει νου κι επιστήμη, που τόσο πολλή
δεν την έχει, θαρρώ, η κωμωδία.
Αλλ᾽ ας είναι· πατέρα, του Κρόνου εσύ γιε…
ΦΙΛ. Τα «πατέρα» κι αυτά να τ᾽ αφήσεις.
Θ᾽ αποδείξεις εδώ στη στιγμή αυτό που λες,
ότι ο ένορκος είν᾽ ένας σκλάβος·
ειδεμή, δε γλιτώνεις το θάνατο, κι αν
για φονιά μ᾽ αφορίσουν ανόσιο.
ΒΔΕ. Το κατσούφιασμ᾽ αυτό, πατερούλη καλέ,
μια στιγμούλα παράτα το κι άκου.
Γιά λογάριασε πρόχειρα —βόλοι, θαρρώ,
δε σου χρειάζονται· νά, με το χέρι—
πόσους φόρους στο σύνολο οι σύμμαχοι εδώ
στην Αθήνα μάς στέλνουν το χρόνο·
έξω τώρ᾽ απ᾽ τους φόρους λογάριασε πια
κατοστές και δοσίματα πλήθος,
βάλε νοίκια, παράβολα, τέλη αγορών,
λιμανιών, μεταλλεία, κατασχέσεις·
660όλ᾽ αυτά αν προστεθούν, πόσα τάλαντα λες
πως θα βγούνε; κοντά δυο χιλιάδες.
Έξι τώρα χιλιάδων λαϊκών δικαστών
τους μισθούς απ᾽ τα τάλαντα τούτα
έλα πλήρωσε· ναι, έξι χιλιάδων· ποτέ
πιο πολλούς δα δεν είχε η Αθήνα·
πόσα τάλαντα θέλεις γι᾽ αυτούς τους μισθούς
για ένα χρόνο; εκατό και πενήντα.
ΦΙΛ. Απ᾽ τις δυο τις χιλιάδες μονάχα εκατό
και πενήντα! Μα ούτ᾽ ένα στα δέκα.
ΒΔΕ. Τόσα· ούτ᾽ ένα στα δέκα. ΦΙΛ. Μα τότε λοιπόν
τ᾽ άλλα χρήματα, πες μου, πού πάνε;
ΒΔΕ. Πού; Σ᾽ εκείνους που ξέρεις… «Εγώ στο λαό
της Αθήνας πιστός πάντα θα ᾽μαι,
των λαϊκών συμφερόντων εγώ αγωνιστής.»
Τα παχιά σε τυλίγουνε λόγια
και τους δίνεις, πατέρα, την ψήφο σου εσύ
και στο σβέρκο σου απάνω τους βάζεις.
Τότε τάλαντα εκείνοι πενήντα τσιμπούν
κάθε τόσο απ᾽ τις σύμμαχες πόλεις,
670αυτοί ξέρουνε πώς· με λογής απειλές
και με σκιάχτρα που αντίκρυ τους στήνουν:
«Μπρος, το φόρο! Ειδεμή, θα βροντήξω κι ευθύς
στάχτη εγώ θα σας κάμω στην πόλη.»
Κι ο κυρίαρχος εσύ ευχαριστιέσαι, αν μασάς
της τρανής σου εξουσίας τα ξεφτίδια.
Και τί κάνουν οι σύμμαχοι; Νιώθουν ευθύς
πως οι απόκληροι εδώ της Αθήνας
με το τίποτε ζουν, με το λίγο μισθό
που τους δίνει των ψήφων η κάλπη,
κι έτσι εσάς σαν κουνούπια σας βλέπουν, ενώ
κουβαλάνε στους άλλους για δώρα
βαρελάκια παστά, τυριά, μέλι, κρασί,
μαξιλάρια, χαλιά και σουσάμια,
κούπες, τάσια, στεφάνια, γιορντάνια, παλτά,
του πουλιού τούς πηγαίνουν το γάλα·
κι απ᾽ αυτούς που τους είσαι ο αφέντης, αφού
σε στεριά και σε θάλασσα πάνω
ιδροκόπησες, ένας δε φέρνει για σε
ούτε σκόρδο, να φας με το γάβρο.
680ΦΙΛ. Μωρέ αλήθεια, κανένας· στου γείτονα χτες
είχα στείλει για δυο τρεις σκελίδες.
Αλλ᾽ απόδειξη ακόμα δε φέρνεις καμιά
της σκλαβιάς μου, κι αυτό με θυμώνει.
|