Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βάκχαι (642-676)


ΠΕ. πέπονθα δεινά· διαπέφευγέ μ᾽ ὁ ξένος,
ὃς ἄρτι δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος.
ἔα ἔα·
645 ὅδ᾽ ἐστὶν ἁνήρ· τί τάδε; πῶς προνώπιος
φαίνηι πρὸς οἴκοις τοῖς ἐμοῖς, ἔξω βεβώς;
ΔΙ. στῆσον πόδ᾽, ὀργῆι δ᾽ ὑπόθες ἥσυχον πόδα.
ΠΕ. πόθεν σὺ δεσμὰ διαφυγὼν ἔξω περᾶις;
ΔΙ. οὐκ εἶπον, ἢ οὐκ ἤκουσας, ὅτι λύσει μέ τις;
650 ΠΕ. τίς; τοὺς λόγους γὰρ ἐσφέρεις καινοὺς ἀεί.
ΔΙ. ὃς τὴν πολύβοτρυν ἄμπελον φύει βροτοῖς.
ΠΕ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
ΔΙ. ὠνείδισας δὴ τοῦτο Διονύσωι καλόν.
ΠΕ. κλήιειν κελεύω πάντα πύργον ἐν κύκλωι.
ΔΙ. τί δ᾽; οὐχ ὑπερβαίνουσι καὶ τείχη θεοί;
655 ΠΕ. σοφὸς σοφὸς σύ, πλὴν ἃ δεῖ σ᾽ εἶναι σοφόν.
ΔΙ. ἃ δεῖ μάλιστα, ταῦτ᾽ ἔγωγ᾽ ἔφυν σοφός.
κείνου δ᾽ ἀκούσας πρῶτα τοὺς λόγους μάθε,
ὃς ἐξ ὄρους πάρεστιν ἀγγελῶν τί σοι.
ἡμεῖς δέ σοι μενοῦμεν, οὐ φευξούμεθα.
ΑΓΓΕΛΟΣ
660 Πενθεῦ κρατύνων τῆσδε Θηβαίας χθονός,
ἥκω Κιθαιρῶν᾽ ἐκλιπών, ἵν᾽ οὔποτε
λευκῆς χιόνος ἀνεῖσαν εὐαγεῖς βολαί.
ΠΕ. ἥκεις δὲ ποίαν προστιθεὶς σπουδὴν λόγου;
ΑΓ. βάκχας ποτνιάδας εἰσιδών, αἳ τῆσδε γῆς
665 οἴστροισι λευκὸν κῶλον ἐξηκόντισαν,
ἥκω φράσαι σοι καὶ πόλει χρήιζων, ἄναξ,
ὡς δεινὰ δρῶσι θαυμάτων τε κρείσσονα.
θέλω δ᾽ ἀκοῦσαι πότερά σοι παρρησίαι
φράσω τὰ κεῖθεν ἢ λόγον στειλώμεθα·
670 τὸ γὰρ τάχος σου τῶν φρενῶν δέδοικ᾽, ἄναξ,
καὶ τοὐξύθυμον καὶ τὸ βασιλικὸν λίαν.
ΠΕ. λέγ᾽, ὡς ἀθῶιος ἐξ ἐμοῦ πάντως ἔσηι·
[τοῖς γὰρ δικαίοις οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών.]
ὅσωι δ᾽ ἂν εἴπηις δεινότερα βακχῶν πέρι,
675 τοσῶιδε μᾶλλον τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας
γυναιξὶ τόνδε τῆι δίκηι προσθήσομεν.


ΠΕΝΘΕΑΣ
Είναι φοβερό αυτό που έπαθα.
Μου έφυγε ο ξένος,
που μόλις τώρα ήταν καθηλωμένος στα δεσμά.
Α!
645Αυτός είναι. Τί συμβαίνει;
Πώς εμφανίζεσαι μπροστά στο σπίτι μου;
Πώς βγήκες έξω;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μην προχωρείς. Χαλάρωσε τα οργισμένα βήματά σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Πώς ελευθερώθηκες από τα δεσμά; Πώς βγήκες έξω;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Δεν είπα —ή δεν άκουσες— πως θα με λύσει κάποιος;
ΠΕΝΘΕΑΣ
650Ποιός; Πετάς διαρκώς λόγια παράξενα.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εκείνος που φυτεύει για τους θνητούς το πολυστάφυλο κλήμα.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και χαρίζει το πικρό δώρο της μέθης.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ονειδίζεις το καύχημα του Διονύσου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Να κλείσουν διατάσσω όλες οι πύλες του τείχους.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Προς τί; Οι θεοί δεν περνούν και πάνω από τείχη;
ΠΕΝΘΕΑΣ
655Είσαι σοφός εσύ, σοφός,
πλην όμως όχι εκεί που πρέπει να είσαι σοφός.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Προπάντων όπου πρέπει, εκεί εγώ είμαι σοφός.
Άκουσε όμως πρώτα τί έχει να πει εκείνος
που ήρθε από το βουνό για να σου φέρει κάποιο μήνυμα.
Εγώ για χάρη σου θα μείνω, δεν θα φύγω.
ΑΓΓΕΛΟΣ Α’
660Πενθέα, κραταιέ βασιλέα της γης των Θηβαίων,
έρχομαι από τον Κιθαιρώνα,
όπου ποτέ δεν κοπάζουν οι λαμπερές ριπές του λευκού χιονιού.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Και ποιό επείγον μήνυμα κομίζεις;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α’
Είδα τις ιερές βάκχες, που οιστρήλατες
665τίναξαν το λευκό τους πόδι έξω από τη γη μας.
Και έρχομαι, βασιλέα μου, να πω σ᾽ εσένα και στην πόλη
πως είναι τρομερά τα έργα τους και ξεπερνούν τα θαύματα.
Όμως θέλω να ξέρω: να σου ιστορήσω ελεύθερα τα εκεί
ή να χαμηλώσω τα πανιά;
670Φοβάμαι, βασιλέα μου, γιατί είσαι ευέξαπτος και οξύθυμος
και ο τρόπος σου βασιλικός και με το παραπάνω.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Λέγε. Όπως και να ᾽χει, εσύ θα είσαι αθώος.
Όμως, όσο φοβερότερα πεις για τις βάκχες,
τόσο πιο σκληρά θα τιμωρήσω αυτόν
675που δίδαξε τις τέχνες στις γυναίκες.