ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ [3.1.1] [Όσα έκαμαν οι Έλληνες τότε που γινόταν η εκστρατεία του Κύρου ως τη μέρα της μάχης και όσα έγιναν ύστερ᾽ από το θάνατο του Κύρου, όταν οι Έλληνες γύριζαν μαζί με τον Τισσαφέρνη σύμφωνα με τις συνθήκες τους, όλα έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση.] [3.1.2] Όταν είχαν πιαστεί οι στρατηγοί και είχαν σκοτωθεί όσοι τους ακολουθούσαν από τους λοχαγούς και τους στρατιώτες, οι Έλληνες βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία. Σκέφτονταν πως ήταν κοντά στ᾽ ανάκτορα του βασιλιά και πως ολόγυρά τους υπήρχαν πολλές φυλές και πόλεις εχθρικές, και κανένας πια δεν επρόκειτο να τους δώσει ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα. Έπειτα (σκέφτονταν) πως βρίσκονταν μακριά από την Ελλάδα όχι λιγότερο σχεδόν από δέκα χιλιάδες στάδια, δεν είχαν κανέναν οδηγό για το δρόμο και τους εμπόδιζαν να πάνε στην πατρίδα απέραντα ποτάμια. Ακόμα πως τους είχαν προδώσει οι βάρβαροι που ακολουθούσαν τον Κύρο στην εκστρατεία, κι είχαν μείνει μόνοι, χωρίς να έχουν ούτε έναν ιππέα σύμμαχο. Έτσι ήταν ολοφάνερο πως αν νικούσαν, κανέναν δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν, ενώ αν έβγαιναν νικημένοι δεν θα έμενε ούτε ένας ζωντανός. [3.1.3] Αυτά βάζοντας στο μυαλό τους και μην έχοντας διάθεση, λίγοι δοκίμασαν εκείνο το βράδυ φαγητό και λίγοι άναψαν φωτιά. Πολλοί δεν πήγαν αυτήν τη νύχτα στο στρατόπεδο, παρά πλάγιασαν όπου έτυχε καθένας. Δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από τη θλίψη και από τη λαχτάρα που είχαν για την πατρίδα, για τους γονιούς, για τις γυναίκες, για τα παιδιά, που είχαν τη γνώμη πως ποτέ δεν θα τους ξαναδούν. Με τέτοια διάθεση λοιπόν ξάπλωσαν όλοι για ν᾽ αναπαυτούν. [3.1.4] Μέσα στο στράτευμα ήταν κάποιος Ξενοφώντας Αθηναίος που ακολουθούσε κι αυτός χωρίς να είναι ούτε στρατηγός ούτε λοχαγός ούτε στρατιώτης, παρά τον κάλεσε από την πατρίδα του ο Πρόξενος, που τον είχε φίλο από χρόνια. Του υποσχόταν μάλιστα πως αν πάει θα τον κάμει φίλο με τον Κύρο που, καθώς έλεγε, αυτός τον θεωρούσε για τον εαυτό του καλύτερο κι από την πατρίδα. [3.1.5] Ο Ξενοφώντας διάβασε το γράμμα, ανακοινώνει στο Σωκράτη τον Αθηναίο το περιεχόμενο και ζητάει τη γνώμη του για το ταξίδι. Ο Σωκράτης φοβήθηκε μήπως κατηγορήσουν τον Ξενοφώντα οι συμπολίτες του, επειδή θα γινόταν φίλος με τον Κύρο, γιατί πίστευαν πως ο Κύρος πρόθυμα πολέμησε μαζί με τους Σπαρτιάτες ενάντια στους Αθηναίους. Γι᾽ αυτό του δίνει συμβουλή να πάει στους Δελφούς, να εκθέσει την υπόθεση στο θεό και να τον ρωτήσει για το ταξίδι. [3.1.6] Πήγε ο Ξενοφώντας και ρώτησε τον Απόλλωνα σε ποιόν θεό αν θυσιάσει κι αν προσευχηθεί θα κάμει το ταξίδι που σκέφτεται με τις καλύτερες και τις ευνοϊκότερες συνθήκες και θα γυρίσει ζωντανός ύστερ᾽ από την επιτυχία του σκοπού του. Ο Απόλλωνας του χρησμοδότησε σε ποιούς θεούς έπρεπε να θυσιάσει. [3.1.7] Στο γυρισμό του, λέει το χρησμό του μαντείου στο Σωκράτη. Αυτός όταν τ᾽ άκουσε, τον εμάλωσε, που δεν πρωτορώτησε ποιό ήταν προτιμότερο, να κάμει το ταξίδι ή να μείνει, παρά αφού ο ίδιος πήρε την απόφαση ότι έπρεπε να ταξιδέψει, ζήτησε να μάθει ποιές θα ήταν οι καλύτερες συνθήκες του ταξιδιού. «Αφού όμως έτσι ρώτησες αυτά», είπε, «πρέπει να κάμεις όσα σε πρόσταξε ο θεός». [3.1.8] Ο Ξενοφώντας λοιπόν έκαμε θυσία σε κείνους που του όρισε ο θεός κι ύστερα μπήκε στο καράβι κι έφυγε. Και πρόλαβε τον Πρόξενο και τον Κύρο στις Σάρδεις, όταν ετοιμάζονταν πια να ξεκινήσουν για την εκστρατεία, και γνωρίστηκε με τον Κύρο. [3.1.9] Στις προτροπές που του έκαμε ο Πρόξενος να μείνει, πρόσθεσε και ο Κύρος τις δικές του, και του είπε πως την ώρα που θα τελειώσει η εκστρατεία, αμέσως θα τον στείλει πίσω στην πατρίδα. Του είπαν ακόμα πως βαδίζουν ενάντια στους Πισίδες. [3.1.10] Έτσι ακολούθησε κι αυτός την εκστρατεία ξεγελασμένος — όχι από τον Πρόξενο· γιατί ούτ᾽ αυτός ήξερε πως η εκστρατεία γινόταν ενάντια στο βασιλιά ούτε κανένας άλλος από τους Έλληνες, εκτός από τον Κλέαρχο. Όταν όμως έφτασαν στην Κιλικία, σε όλους πια ήταν φανερό πως πήγαιναν να πολεμήσουν το βασιλιά. Και παρόλο που φοβόνταν το μακρινό δρόμο και πήγαιναν χωρίς τη θέλησή τους, ωστόσο οι περισσότεροι ακολούθησαν από τη ντροπή που ένιωθαν αναμεταξύ τους και προς τον Κύρο. Ένας απ᾽ αυτούς ήταν κι ο Ξενοφώντας.
|