Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (3.1.1-3.1.10)

ΒΙΒΛΙΟ Γ


[3.1.1] [Ὅσα μὲν δὴ ἐν τῇ Κύρου ἀναβάσει οἱ Ἕλληνες ἔπραξαν μέχρι τῆς μάχης, καὶ ὅσα ἐπεὶ Κῦρος ἐτελεύτησεν ἐγένετο ἀπιόντων τῶν Ἑλλήνων σὺν Τισσαφέρνει ἐν ταῖς σπονδαῖς, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται.]
[3.1.2] Ἐπεὶ δὲ οἱ στρατηγοὶ συνειλημμένοι ἦσαν καὶ τῶν λοχαγῶν καὶ τῶν στρατιωτῶν οἱ συνεπόμενοι ἀπωλώλεσαν, ἐν πολλῇ δὴ ἀπορίᾳ ἦσαν οἱ Ἕλληνες, ἐννοούμενοι ὅτι ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις ἦσαν, κύκλῳ δὲ αὐτοῖς πάντῃ πολλὰ καὶ ἔθνη καὶ πόλεις πολέμιαι ἦσαν, ἀγορὰν δὲ οὐδεὶς ἔτι παρέξειν ἔμελλεν, ἀπεῖχον δὲ τῆς Ἑλλάδος οὐ μεῖον ἢ μύρια στάδια, ἡγεμὼν δ᾽ οὐδεὶς τῆς ὁδοῦ ἦν, ποταμοὶ δὲ διεῖργον ἀδιάβατοι ἐν μέσῳ τῆς οἴκαδε ὁδοῦ, προυδεδώκεσαν δὲ αὐτοὺς καὶ οἱ σὺν Κύρῳ ἀναβάντες βάρβαροι, μόνοι δὲ καταλελειμμένοι ἦσαν οὐδὲ ἱππέα οὐδένα σύμμαχον ἔχοντες, ὥστε εὔδηλον ἦν ὅτι νικῶντες μὲν οὐδένα ἂν κατακάνοιεν, ἡττηθέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφθείη· [3.1.3] ταῦτ᾽ ἐννοούμενοι καὶ ἀθύμως ἔχοντες ὀλίγοι μὲν αὐτῶν εἰς τὴν ἑσπέραν σίτου ἐγεύσαντο, ὀλίγοι δὲ πῦρ ἀνέκαυσαν, ἐπὶ δὲ τὰ ὅπλα πολλοὶ οὐκ ἦλθον ταύτην τὴν νύκτα, ἀνεπαύοντο δὲ ὅπου ἐτύγχανον ἕκαστος, οὐ δυνάμενοι καθεύδειν ὑπὸ λύπης καὶ πόθου πατρίδων, γονέων, γυναικῶν, παίδων, οὓς οὔποτ᾽ ἐνόμιζον ἔτι ὄψεσθαι. οὕτω μὲν δὴ διακείμενοι πάντες ἀνεπαύοντο.
[3.1.4] Ἦν δέ τις ἐν τῇ στρατιᾷ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὃς οὔτε στρατηγὸς οὔτε λοχαγὸς οὔτε στρατιώτης ὢν συνηκολούθει, ἀλλὰ Πρόξενος αὐτὸν μετεπέμψατο οἴκοθεν ξένος ὢν ἀρχαῖος· ὑπισχνεῖτο δὲ αὐτῷ, εἰ ἔλθοι, φίλον αὐτὸν Κύρῳ ποιήσειν, ὃν αὐτὸς ἔφη κρείττω ἑαυτῷ νομίζειν τῆς πατρίδος. [3.1.5] ὁ μέντοι Ξενοφῶν ἀναγνοὺς τὴν ἐπιστολὴν ἀνακοινοῦται Σωκράτει τῷ Ἀθηναίῳ περὶ τῆς πορείας. καὶ ὁ Σωκράτης ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι, ὅτι ἐδόκει ὁ Κῦρος προθύμως τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τὰς Ἀθήνας συμπολεμῆσαι, συμβουλεύει τῷ Ξενοφῶντι ἐλθόντα εἰς Δελφοὺς ἀνακοινῶσαι τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας. [3.1.6] ἐλθὼν δ᾽ ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύων καὶ εὐχόμενος κάλλιστα καὶ ἄριστα ἔλθοι τὴν ὁδὸν ἣν ἐπινοεῖ καὶ καλῶς πράξας σωθείη. καὶ ἀνεῖλεν αὐτῷ ὁ Ἀπόλλων θεοῖς οἷς ἔδει θύειν. [3.1.7] ἐπεὶ δὲ πάλιν ἦλθε, λέγει τὴν μαντείαν τῷ Σωκράτει. ὁ δ᾽ ἀκούσας ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὅτι οὐ τοῦτο πρῶτον ἠρώτα πότερον λῷον εἴη αὐτῷ πορεύεσθαι ἢ μένειν, ἀλλ᾽ αὐτὸς κρίνας ἰτέον εἶναι τοῦτ᾽ ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη. ἐπεὶ μέντοι οὕτως ἤρου, ταῦτ᾽, ἔφη, χρὴ ποιεῖν ὅσα ὁ θεὸς ἐκέλευσεν. [3.1.8] ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν οὕτω θυσάμενος οἷς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐξέπλει, καὶ καταλαμβάνει ἐν Σάρδεσι Πρόξενον καὶ Κῦρον μέλλοντας ἤδη ὁρμᾶν τὴν ἄνω ὁδόν, καὶ συνεστάθη Κύρῳ. [3.1.9] προθυμουμένου δὲ τοῦ Προξένου καὶ ὁ Κῦρος συμπρουθυμεῖτο μεῖναι αὐτόν, εἶπε δὲ ὅτι ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν. ἐλέγετο δὲ ὁ στόλος εἶναι εἰς Πισίδας. [3.1.10] ἐστρατεύετο μὲν δὴ οὕτως ἐξαπατηθείς — οὐχ ὑπὸ Προξένου· οὐ γὰρ ᾔδει τὴν ἐπὶ βασιλέα ὁρμὴν οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τῶν Ἑλλήνων πλὴν Κλεάρχου· ἐπεὶ μέντοι εἰς Κιλικίαν ἦλθον, σαφὲς πᾶσιν ἤδη ἐδόκει εἶναι ὅτι ὁ στόλος εἴη ἐπὶ βασιλέα. φοβούμενοι δὲ τὴν ὁδὸν καὶ ἄκοντες ὅμως οἱ πολλοὶ δι᾽ αἰσχύνην καὶ ἀλλήλων καὶ Κύρου συνηκολούθησαν· ὧν εἷς καὶ Ξενοφῶν ἦν.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ


[3.1.1] [Όσα έκαμαν οι Έλληνες τότε που γινόταν η εκστρατεία του Κύρου ως τη μέρα της μάχης και όσα έγιναν ύστερ᾽ από το θάνατο του Κύρου, όταν οι Έλληνες γύριζαν μαζί με τον Τισσαφέρνη σύμφωνα με τις συνθήκες τους, όλα έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση.]
[3.1.2] Όταν είχαν πιαστεί οι στρατηγοί και είχαν σκοτωθεί όσοι τους ακολουθούσαν από τους λοχαγούς και τους στρατιώτες, οι Έλληνες βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία. Σκέφτονταν πως ήταν κοντά στ᾽ ανάκτορα του βασιλιά και πως ολόγυρά τους υπήρχαν πολλές φυλές και πόλεις εχθρικές, και κανένας πια δεν επρόκειτο να τους δώσει ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα. Έπειτα (σκέφτονταν) πως βρίσκονταν μακριά από την Ελλάδα όχι λιγότερο σχεδόν από δέκα χιλιάδες στάδια, δεν είχαν κανέναν οδηγό για το δρόμο και τους εμπόδιζαν να πάνε στην πατρίδα απέραντα ποτάμια. Ακόμα πως τους είχαν προδώσει οι βάρβαροι που ακολουθούσαν τον Κύρο στην εκστρατεία, κι είχαν μείνει μόνοι, χωρίς να έχουν ούτε έναν ιππέα σύμμαχο. Έτσι ήταν ολοφάνερο πως αν νικούσαν, κανέναν δεν θα μπορούσαν να σκοτώσουν, ενώ αν έβγαιναν νικημένοι δεν θα έμενε ούτε ένας ζωντανός. [3.1.3] Αυτά βάζοντας στο μυαλό τους και μην έχοντας διάθεση, λίγοι δοκίμασαν εκείνο το βράδυ φαγητό και λίγοι άναψαν φωτιά. Πολλοί δεν πήγαν αυτήν τη νύχτα στο στρατόπεδο, παρά πλάγιασαν όπου έτυχε καθένας. Δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από τη θλίψη και από τη λαχτάρα που είχαν για την πατρίδα, για τους γονιούς, για τις γυναίκες, για τα παιδιά, που είχαν τη γνώμη πως ποτέ δεν θα τους ξαναδούν. Με τέτοια διάθεση λοιπόν ξάπλωσαν όλοι για ν᾽ αναπαυτούν.
[3.1.4] Μέσα στο στράτευμα ήταν κάποιος Ξενοφώντας Αθηναίος που ακολουθούσε κι αυτός χωρίς να είναι ούτε στρατηγός ούτε λοχαγός ούτε στρατιώτης, παρά τον κάλεσε από την πατρίδα του ο Πρόξενος, που τον είχε φίλο από χρόνια. Του υποσχόταν μάλιστα πως αν πάει θα τον κάμει φίλο με τον Κύρο που, καθώς έλεγε, αυτός τον θεωρούσε για τον εαυτό του καλύτερο κι από την πατρίδα. [3.1.5] Ο Ξενοφώντας διάβασε το γράμμα, ανακοινώνει στο Σωκράτη τον Αθηναίο το περιεχόμενο και ζητάει τη γνώμη του για το ταξίδι. Ο Σωκράτης φοβήθηκε μήπως κατηγορήσουν τον Ξενοφώντα οι συμπολίτες του, επειδή θα γινόταν φίλος με τον Κύρο, γιατί πίστευαν πως ο Κύρος πρόθυμα πολέμησε μαζί με τους Σπαρτιάτες ενάντια στους Αθηναίους. Γι᾽ αυτό του δίνει συμβουλή να πάει στους Δελφούς, να εκθέσει την υπόθεση στο θεό και να τον ρωτήσει για το ταξίδι. [3.1.6] Πήγε ο Ξενοφώντας και ρώτησε τον Απόλλωνα σε ποιόν θεό αν θυσιάσει κι αν προσευχηθεί θα κάμει το ταξίδι που σκέφτεται με τις καλύτερες και τις ευνοϊκότερες συνθήκες και θα γυρίσει ζωντανός ύστερ᾽ από την επιτυχία του σκοπού του. Ο Απόλλωνας του χρησμοδότησε σε ποιούς θεούς έπρεπε να θυσιάσει. [3.1.7] Στο γυρισμό του, λέει το χρησμό του μαντείου στο Σωκράτη. Αυτός όταν τ᾽ άκουσε, τον εμάλωσε, που δεν πρωτορώτησε ποιό ήταν προτιμότερο, να κάμει το ταξίδι ή να μείνει, παρά αφού ο ίδιος πήρε την απόφαση ότι έπρεπε να ταξιδέψει, ζήτησε να μάθει ποιές θα ήταν οι καλύτερες συνθήκες του ταξιδιού. «Αφού όμως έτσι ρώτησες αυτά», είπε, «πρέπει να κάμεις όσα σε πρόσταξε ο θεός». [3.1.8] Ο Ξενοφώντας λοιπόν έκαμε θυσία σε κείνους που του όρισε ο θεός κι ύστερα μπήκε στο καράβι κι έφυγε. Και πρόλαβε τον Πρόξενο και τον Κύρο στις Σάρδεις, όταν ετοιμάζονταν πια να ξεκινήσουν για την εκστρατεία, και γνωρίστηκε με τον Κύρο. [3.1.9] Στις προτροπές που του έκαμε ο Πρόξενος να μείνει, πρόσθεσε και ο Κύρος τις δικές του, και του είπε πως την ώρα που θα τελειώσει η εκστρατεία, αμέσως θα τον στείλει πίσω στην πατρίδα. Του είπαν ακόμα πως βαδίζουν ενάντια στους Πισίδες. [3.1.10] Έτσι ακολούθησε κι αυτός την εκστρατεία ξεγελασμένος — όχι από τον Πρόξενο· γιατί ούτ᾽ αυτός ήξερε πως η εκστρατεία γινόταν ενάντια στο βασιλιά ούτε κανένας άλλος από τους Έλληνες, εκτός από τον Κλέαρχο. Όταν όμως έφτασαν στην Κιλικία, σε όλους πια ήταν φανερό πως πήγαιναν να πολεμήσουν το βασιλιά. Και παρόλο που φοβόνταν το μακρινό δρόμο και πήγαιναν χωρίς τη θέλησή τους, ωστόσο οι περισσότεροι ακολούθησαν από τη ντροπή που ένιωθαν αναμεταξύ τους και προς τον Κύρο. Ένας απ᾽ αυτούς ήταν κι ο Ξενοφώντας.