Είπε, και πάλι εγύρισε στον θρόνον της η Ήρα·
150και αυτοί με πέταμα γοργό ξεκίνησαν κι εφθάσαν
στην Ίδην την πολύβρυσην, την θεριοθρέπτραν κι ήβραν
εις του Γαργάρου την κορφήν τον βροντητήν Κρονίδην
καθήμενον, κι ευωδιαστή τον έζωνε νεφέλη.
Κι εμπρός ως ήλθαν του Διός του νεφελοσυνάκτη,
155έμειναν, και μ᾽ αυτούς χολήν δεν είχε ο Ζευς άμ᾽ είδε
ότι της Ήρας γρήγορα τον λόγον υπακούσαν.
Στην Ίριν πρώτα ομίλησε με λόγια φτερωμένα:
«Πτερόποδ᾽ Ίρι, πήγαινε, να ειπείς του Ποσειδώνος
ό,τι θ᾽ ακούσεις και πιστήν σε θέλω εγώ μηνύτραν.
160Να παύσει από τον πόλεμον και να γυρίσει, αν θέλει,
ή στην αγίαν θάλασσαν ή στων θεών τα γένη.
Και αν δεν πεισθεί στα λόγια μου και τ᾽ αψηφίσει, ειπέ του
να εννοήσει αυτό καλά, να μη θαρρέψει τόσο
στην δύναμίν του να σταθεί, όταν του πέσω, εμπρός μου
165ότ᾽ είμ᾽ εγώ στην δύναμιν περίσσ᾽ ανώτερός του,
είμαι και πρωτογέννητος. Και ωστόσο αυτός τολμάει
ίσος να λέγεται μ᾽ εμέ που όλ᾽ οι θεοί με τρέμουν».
Είπε και τον υπάκουσεν η ανεμόποδ᾽ Ίρις
και στην αγίαν Ίλιον κατέβη από την Ίδην.
170Και ως ροβολούν κάτω στην γην χιόν᾽ ή χαλάζι κρύο
απ᾽ τον αιθερογέννητον βοριά κατεβασμένα,
με ομοίαν επετούσε ορμήν η ανεμοπόδ᾽ Ίρις
και από σιμά προσφώνησε τον μέγαν Ποσειδώνα:
«Κάποιο να φέρω μήνυμα, μεγάλε γεωφόρε,
175ήλθα καθώς μ᾽ επρόσταξεν ο αιγιδοφόρος Δίας·
να παύσεις απ᾽ τον πόλεμον σου λέγει και να γύρεις
ή στην αγίαν θάλασσαν ή στων θεών τα γένη·
και αν δεν πεισθείς στα λόγια του και τ᾽ αψηφάς, κηρύττει
ότι και αυτός αντίμαχα με σε να πολεμήσει
180θα έλθει εδώ· και μη σταθείς, σε συμβουλεύει, εμπρός του,
ότ᾽ είναι αυτός στην δύναμιν περίσσ᾽ ανώτερός σου,
είναι και πρωτογέννητος, και όμως τολμά η καρδιά σου
ίσος να λέγεσαι μ᾽ αυτόν, οπού τον τρέμουν όλοι».
Εβάρυνε και απάντησεν ο μέγας κοσμοσείστης:
185«Ω, λόγον υπερήφανον που είπε, αν κι είναι ανδρείος,
αν τον ομότιμον εμέ με βίαν θα εμποδίσει.
Τρεις γεννηθήκαμεν υιοί, του Κρόνου και της Ρέας,
ο Ζευς, εγώ και ο βασιλεύς των πεθαμένων Άδης.
Και απ᾽ όλα τρία κάμαμεν ισόμοιρα βασίλεια.
190Να ᾽χω την λευκήν θάλασσαν πέφτει ο λαχνός σ᾽ εμένα,
στον Άδην το ανήλιο σκοτάδι, και στον Δία
ο πλατύς έλαχε ουρανός στα νέφη στον αιθέρα
κι έμειν᾽ η γη κοινή στους τρεις και ο Όλυμπος ο μέγας.
Όθεν εμένα του Διός ο νους δεν θα οδηγήσει,
195και ας μείνει, αν κι είναι δυνατός, στο τρίτο του μοιράδι.
Και με τα χέρια ως άνανδρον να μη με φοβερίζει.
Με τα μεγάλα λόγια του ταιριάζει να ονειδίσει
τες κόρες και τ᾽ αγόρια που γέννησεν εκείνος,
ότι εξ ανάγκης θα υπακούν εκείνα σ᾽ ό,τι λέγει».
200Και προς αυτόν απάντησεν η ανεμόποδ᾽ Ίρις:
«Ω γεωφόρε Ποσειδών, τωόντι αυτόν τον λόγον
τον άπονον, τον τρομερόν, θα φέρω εγώ στον Δία;
Δεν θα τον στρέψεις; Στρέφονται οι γνώμες των γενναίων.
Τον πρωτογέννητον βοηθούν, το ξεύρεις, οι Ερινύες».
205Και προς αυτήν ο Ποσειδών αντείπε ο κοσμοσείστης:
«Ίρι θεά, λόγον καλόν ομίλησες τωόντι
και αυτό λαμπρόν, ο μηνυτής τα ορθά να ξεχωρίζει.
Αλλ᾽ ιδού ποίος την καρδιά φρικτός μού θλίβει πόνος,
εμένα τον ισόμοιρον και τον ομόκληρόν του
210με λόγια να ονειδίζει αυτός όλα χολήν γεμάτα.
Αλλά με κάνει ευλάβεια για τώρα να συγκλίνω·
αλλ᾽ άκουσ᾽ άλλο που θα ειπώ και αλήθεια θα κηρύξω·
εάν αυτός στο πείσμα μου και άλλων αθανάτων,
της Ήρας και της Αθηνάς, του Ηφαίστου και του Ερμείου
215θελήσει από τον όλεθρον την Ίλιον να φυλάξει
και να μη δώσει δύναμιν και νίκην στους Αργείους,
ας μάθει π᾽ άσβεστος θυμός θ᾽ ανάψει στην ψυχήν μας».
|