Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (476-540)


Χ. ΓΕ. ὦ Ζεῦ, τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις; [στρ.]
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἀνεκτὰ τάδε γ᾽, ἀλλὰ βασανιστέον
τόδε σοι τὸ πάθος μετ᾽ ἐμοῦ,
480ὅ τι βουλόμεναί ποτε τὴν
Κραναὰν κατέλαβον, ἐφ᾽ ὅ τι τε
μεγαλόπετρον, ἄβατον ἀκρόπολιν,
ἱερὸν τέμενος.

ἀλλ᾽ ἀνερώτα καὶ μὴ πείθου καὶ πρόσφερε πάντας ἐλέγχους·
485ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα μεθέντας.
ΠΡ. καὶ μὴν αὐτῶν τοῦτ᾽ ἐπιθυμῶ νὴ τὸν Δία πρῶτα πυθέσθαι,
ὅ τι βουλόμεναι τὴν πόλιν ἡμῶν ἀπεκλείσατε τοῖσι μοχλοῖσιν.
ΛΥ. ἵνα τἀργύριον σῶν παρέχοιμεν καὶ μὴ πολεμοῖτε δι᾽ αὐτό.
ΠΡ. διὰ τἀργύριον πολεμοῦμεν γάρ; ΛΥ. καὶ τἄλλα γε πάντ᾽ ἐκυκήθη.
490ἵνα γὰρ Πείσανδρος ἔχοι κλέπτειν χοἰ ταῖς ἀρχαῖς ἐπέχοντες
ἀεί τινα κορκορυγὴν ἐκύκων. οἱ δ᾽ οὖν τοῦδ᾽ οὕνεκα δρώντων
ὅ τι βούλονται· τὸ γὰρ ἀργύριον τοῦτ᾽ οὐκέτι μὴ καθέλωσιν.
ΠΡ. ἀλλὰ τί δράσεις; ΛΥ. τοῦτό μ᾽ ἐρωτᾷς; ἡμεῖς ταμιεύσομεν αὐτό.
ΠΡ. ὑμεῖς ταμιεύσετε τἀργύριον; ΛΥ. τί ‹δὲ› δεινὸν τοῦτο νομίζεις;
495οὐ καὶ τἄνδον χρήματα πάντως ἡμεῖς ταμιεύομεν ὑμῖν;
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐ ταὐτόν. ΛΥ. πῶς οὐ ταὐτόν; ΠΡ. πολεμητέον ἔστ᾽ ἀπὸ τούτου
ΛΥ. ἀλλ᾽ οὐδὲν δεῖ πρῶτον πολεμεῖν. ΠΡ. πῶς γὰρ σωθησόμεθ᾽ ἄλλως;
ΛΥ. ἡμεῖς ὑμᾶς σώσομεν. ΠΡ. ὑμεῖς; ΛΥ. ἡμεῖς μέντοι. ΠΡ. σχέτλιόν γε.
ΛΥ. ὡς σωθήσει, κἂν μὴ βούλῃ. ΠΡ. δεινόν ‹γε› λέγεις. ΛΥ. ἀγανακτεῖς,
500ἀλλὰ ποητέα ταῦτ᾽ ἐστὶν ὅμως. ΠΡ. νὴ τὴν Δήμητρ᾽ ἄδικόν γε.
ΛΥ. σωστέον, ὦ τᾶν. ΠΡ. κεἰ μὴ δέομαι; ΛΥ. τοῦδ᾽ οὕνεκα καὶ πολὺ μᾶλλον.
ΠΡ. ὑμῖν δὲ πόθεν περὶ τοῦ πολέμου τῆς τ᾽ εἰρήνης ἐμέλησεν;
ΛΥ. ἡμεῖς φράσομεν. ΠΡ. λέγε δὴ ταχέως, ἵνα μὴ κλάῃς. ΛΥ. ἀκροῶ δή,
καὶ τὰς χεῖρας πειρῶ κατέχειν. ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐ δύναμαι· χαλεπὸν γὰρ
505ὑπὸ τῆς ὀργῆς αὐτὰς ἴσχειν. ΚΛ. κλαύσει τοίνυν πολὺ μᾶλλον.
ΠΡ. τοῦτο μέν, ὦ γραῦ, σαυτῇ κρώξαις. σὺ δέ μοι λέγε. ΛΥ. ταῦτα ποήσω.
ἡμεῖς τὸν μὲν πρότερον πόλεμον καὶ χρόνον ἠνεσχόμεθ᾽ ‹ὑμῶν›
ὑπὸ σωφροσύνης τῆς ἡμετέρας τῶν ἀνδρῶν ἅττ᾽ ἐποεῖτε·
—οὐ γὰρ γρύζειν εἰᾶθ᾽ ἡμᾶς,— καίτοὐκ ἠρέσκετέ γ᾽ ἡμᾶς.
510ἀλλ᾽ ᾐσθανόμεσθα καλῶς ὑμῶν, καὶ πολλάκις ἔνδον ἂν οὖσαι
ἠκούσαμεν ἄν τι κακῶς ὑμᾶς βουλευσαμένους μέγα πρᾶγμα·
εἶτ᾽ ἀλγοῦσαι τἄνδοθεν ὑμᾶς ἐπανηρόμεθ᾽ ἂν γελάσασαι
«τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι
ἐν τῷ δήμῳ τήμερον ὑμῖν;» — «τί δὲ σοὶ τοῦτ᾽;» ἦ δ᾽ ὃς ἂν ἁνήρ·
515«οὐ σιγήσει;» —κἀγὼ ᾽σίγων. ΚΛ. ἀλλ᾽ οὐκ ἂν ἐγώ ποτ᾽ ἐσίγων.
ΠΡ. κἂν ᾤμωζές γ᾽, εἰ μὴ ᾽σίγας. ΛΥ. τοιγάρ‹τοὔγωγ᾽ ἂν› ἐσίγων.
‹ἑτέρου δ᾽› ἕτερόν τι πονηρότερον βούλευμ᾽ ἐπεπύσμεθ᾽ ἂν ὑμῶν·
εἶτ᾽ ἠρόμεθ᾽ ἄν· «πῶς ταῦτ᾽, ὦνερ, διαπράττεσθ᾽ ὧδ᾽ ἀνοήτως;»
ὁ δέ μ᾽ εὐθὺς ὑποβλέψας ‹ἂν› ἔφασκ᾽, εἰ μὴ τὸν στήμονα νήσω,
520ὀτοτύξεσθαι μακρὰ τὴν κεφαλήν· «πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει.»
ΠΡ. ὀρθῶς γε λέγων νὴ Δί᾽ ἐκεῖνος. ΛΥ. πῶς ὀρθῶς, ὦ κακόδαιμον,
εἰ μηδὲ κακῶς βουλευομένοις ἐξῆν ὑμῖν ὑποθέσθαι;
ὅτε δὴ δ᾽ ὑμῶν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς φανερῶς ἠκούομεν ἤδη·
«οὐκ ἔστιν ἀνὴρ ἐν τῇ χώρᾳ.» — «μὰ Δί᾽ οὐ δῆτ᾽,» εἶφ᾽ ἕτερός τις, —
525μετὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν εὐθὺς ἔδοξεν σῶσαι τὴν Ἑλλάδα κοινῇ
ταῖσι γυναιξὶν συλλεχθείσαις. ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι;
ἢν οὖν ἡμῶν χρηστὰ λεγουσῶν ἐθελήσητ᾽ ἀντακροᾶσθαι
κἀντισιωπᾶν ὥσπερ χἠμεῖς, ἐπανορθώσαιμεν ἂν ὑμᾶς.
ΠΡ. ὑμεῖς ἡμᾶς; δεινόν γε λέγεις κοὐ τλητὸν ἔμοιγε. ΛΥ. σιώπα.
530ΠΡ. σοί γ᾽, ὦ κατάρατε, σιωπῶ ᾽γώ, καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ
περὶ τὴν κεφαλήν; μή νυν ζῴην. ΛΥ. ἀλλ᾽ εἰ τοῦτ᾽ ἐμπόδιόν σοι,
παρ᾽ ἐμοῦ τουτὶ τὸ κάλυμμα λαβὼν
ἔχε καὶ περίθου περὶ τὴν κεφαλήν,
κᾆτα σιώπα.
535ΚΛ. καὶ τουτονγὶ τὸν καλαθίσκον.
κᾆτα ξαίνειν ξυζωσάμενος
κυάμους τρώγων·
πόλεμος δὲ γυναιξὶ μελήσει.
Χ. ΓΥ. ἀπαίρετ᾽, ὦ γυναῖκες, ἀπὸ τῶν καλπίδων, ὅπως ἂν
540ἐν τῷ μέρει χἠμεῖς τι ταῖς φίλαισι συλλάβωμεν.


ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Και πώς θα τα δαμάσουμε τ᾽ αγρίμια τούτα, ω Δία; [στρ.]
Μας σκάσαν! Άιντε, Πρόβουλε, βόηθα να βρούμε τρόπο
480να ξεμπλέξουμε. Τί θέλουν
και μας πήρανε το κάστρο
του γενάρχη Κραναού,
τ᾽ άβατο κι ολόπετρο,
με τον ιερό Ναό;

ΚΟΡ. ΓΕΡ. (Στον Πρόβουλο)
Τώρα πιάσε κι ανάκρινε, αλλά βάση μη δίνεις!
Τέτοιο πράμα ντροπή να το πάρουμε μπόσικα.
ΠΡΟ. (Στη Λυσιστράτη, Κλεονίκη, Μυρρίνη)
Τούτο πρώτα να μάθω ρωτάω, τί μας πήρατε
την Ακρόπολη κι άιντε της βάλατε αμπάρες.
ΛΥΣ. Μα το χρήμ᾽ αφού πήραμε, τέρμα κι ο πόλεμος!
ΠΡΟ. Μα για χρήμα, θαρρείς, πολεμάν οι πατρίδες;
ΛΥΣ. Ναι, γι᾽ αυτό! Και για κάθε κακό φταίει το χρήμα!
490Για να κλέβουν οι Πείσαντροι κι όσοι τ᾽ αξιώματα
κυνηγούν, για να μπλέκουν τον κόσμον ασύδοτοι.
Άιντε τώρα να κάνουν τα ίδια. Στο χρήμα
δε θα βάλουνε πια τα βρομιάρικα χέρια τους.
ΠΡΟ. Και λοιπόν τί θα κάνεις; ΛΥΣ. Ρωτάς; Το κυβέρνιο
του ταμείου από τώρα θα το ᾽χουμ᾽ εμείς!
ΠΡΟ. Του ταμείου το κυβέρνιο; ΛΥΣ. Το βρίσκεις παράξενο;
Τω σπιτιώνε τα χρήματα ποιός τα χειρίζεται
για δικό σας καλό; ΠΡΟ. Μα δεν είναι το ίδιο.
ΛΥΣ. Απαράλλαχτο! ΠΡΟ. Ξέχασες; Έχουμε πόλεμο!
ΛΥΣ. Δε μας χρειάζεται! ΠΡΟ. Μα!… πώς αλλιώς θα σωθούμε;
ΛΥΣ. Θα σας σώσουμ᾽ εμείς! ΠΡΟ. Ε! Πώς το ᾽πες; ΛΥΣ. Εμείς!
ΠΡΟ. Μα τρελή ᾽σαι; ΛΥΣ. Κι αν θες κι αν δε θες, θα σε σώσουμε!
ΠΡΟ. Ρε! παλάβρες που ακούω! ΛΥΣ. Σε πειράζουνε; ΠΡΟ. Θε μου!
500Πού το βρήκατε αυτό το δικαίωμα! ΛΥΣ. Καλέ μου,
θα σε σώσω! ΠΡΟ. Και πώς αν αρνιούμαι; ΛΥΣ. Μα τότε
θα το θέλουμ᾽ εμείς περισσότερο! ΠΡΟ. Πώς
η πετριά σού κατέβη για ειρήνη και πόλεμο;
ΛΥΣ. Θα σ᾽ το πω! ΠΡΟ. Κάνε γρήγορα μη σου τις βρέξω!
ΛΥΣ. Βάλε αυτί — και τα χέρια σου μάζευε, βλάμη.
ΠΡΟ. Δεν μπορώ! Δεν κρατιέμαι, άμ᾽ ακούω κάτι τέτοια!
ΚΛΕ. Αλλά τότε θα κλάψεις του λόγου σου πιότερο!
ΠΡΟ. (Στην Κλεονίκη)
Τον εαυτό σου, παλιόγρια, φοβέριζε! (Στη Λυσιστράτη) Λέγε!
ΛΥΣ. Λοιπόν, άκου! Τον πρώτο καιρό του πολέμου
πομονεύαμε για όλα σας, μόνο από φρόνηση,
μα και δε μας αφήνατε στόμα ν᾽ ανοίξουμε.
510Την αξία σας την ξέραμε δα! Και κλεισμένες
μες στο σπίτι μαθαίναμε λάθια σας πλήθος.
Η καρδιά μας πονούσε, μα εμείς με χαμόγελο
σας ρωτούσαμε: «Σήμερα ο δήμος συζήτησε
για ειρήνη;» «Σκασμός!» απαντούσατε σεις.
Και σωπαίναμε! ΚΛΕ. Κι όμως εγώ δε θα σώπαινα!
ΠΡΟ. Θα τις έτρωγες χύμα! ΛΥΣ. Για τούτο δε μίλαγα!
Κι αν μαθαίναμε πάλι χειρότερα λάθια σας,
και ρωτούσα: «Πώς τόσο ξεπέσατε, αντρούλη μου;»
μ᾽ αγριοκοίταζε κι έσκουζε: «Κοίτα τη ρόκα σου,
γιατ᾽ αλλιώς θα σου σπάσω την κόκα σου. Ο πόλεμος
520των αντρώνε μονάχα δουλειά!» ΠΡΟ. Καλά σου ᾽λεγε.
ΛΥΣ. Τί «καλά», σιχαμένε; Να κάνετ᾽ ελόγου σας
κουταμάρες σωρό και να μη μας ρωτάτε;
Κι όταν τέλος στους δρόμους αρχίσαν οι γκρίνιες:
—«Σερνικός δεν απόμεινε πια στην πατρίδα!»
Κι άλλος έλεε: «Κανείς μά τον Δία! Πού θα πάμε;»
Τότε εμείς οι γυναίκες απόφαση πήραμε
την Ελλάδα ενωμένες να σώσουμε. Βιάζει
ο καιρός. Αν λοιπόν τώρα εμείς ορμηνεύουμε
τα σωστά, να μουλώνετε, ως πρώτα κι εμείς,
και ν᾽ ακούτε. Έτσι μόνο μπορεί να σωθείτε.
ΠΡΟ. Να σωθούμε από σας; Πράμ᾽ αβάσταγο. ΛΥΣ. Σκάσε!
530ΠΡΟ. Μώρ᾽ εσύ με διατάζεις να σκάσω, κατάρατη,
που φοράς στο κεφάλι τσεμπέρι; Να πέθαινα!
ΛΥΣ. Αν ετούτο σε πειράζει,
πάρε το και κουκουλώσου
και τη γλώσσα να δαγκάνεις.
ΚΛΕ. Νά κι αυτό μου το πανέρι!
Φόρα και ποδιά και γνέθε
Και μασούλαε πασατέμπο.
Και δουλειά δική μου ο πόλεμος!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Παρατάτε τις στάμνες, κυράδες, να δώσουμε
540στις συντρόφισσες πάνου στο κάστρο βοήθεια!