ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Και πώς θα τα δαμάσουμε τ᾽ αγρίμια τούτα, ω Δία; [στρ.]
Μας σκάσαν! Άιντε, Πρόβουλε, βόηθα να βρούμε τρόπο
480να ξεμπλέξουμε. Τί θέλουν
και μας πήρανε το κάστρο
του γενάρχη Κραναού,
τ᾽ άβατο κι ολόπετρο,
με τον ιερό Ναό;
ΚΟΡ. ΓΕΡ. (Στον Πρόβουλο)
Τώρα πιάσε κι ανάκρινε, αλλά βάση μη δίνεις!
Τέτοιο πράμα ντροπή να το πάρουμε μπόσικα.
ΠΡΟ. (Στη Λυσιστράτη, Κλεονίκη, Μυρρίνη)
Τούτο πρώτα να μάθω ρωτάω, τί μας πήρατε
την Ακρόπολη κι άιντε της βάλατε αμπάρες.
ΛΥΣ. Μα το χρήμ᾽ αφού πήραμε, τέρμα κι ο πόλεμος!
ΠΡΟ. Μα για χρήμα, θαρρείς, πολεμάν οι πατρίδες;
ΛΥΣ. Ναι, γι᾽ αυτό! Και για κάθε κακό φταίει το χρήμα!
490Για να κλέβουν οι Πείσαντροι κι όσοι τ᾽ αξιώματα
κυνηγούν, για να μπλέκουν τον κόσμον ασύδοτοι.
Άιντε τώρα να κάνουν τα ίδια. Στο χρήμα
δε θα βάλουνε πια τα βρομιάρικα χέρια τους.
ΠΡΟ. Και λοιπόν τί θα κάνεις; ΛΥΣ. Ρωτάς; Το κυβέρνιο
του ταμείου από τώρα θα το ᾽χουμ᾽ εμείς!
ΠΡΟ. Του ταμείου το κυβέρνιο; ΛΥΣ. Το βρίσκεις παράξενο;
Τω σπιτιώνε τα χρήματα ποιός τα χειρίζεται
για δικό σας καλό; ΠΡΟ. Μα δεν είναι το ίδιο.
ΛΥΣ. Απαράλλαχτο! ΠΡΟ. Ξέχασες; Έχουμε πόλεμο!
ΛΥΣ. Δε μας χρειάζεται! ΠΡΟ. Μα!… πώς αλλιώς θα σωθούμε;
ΛΥΣ. Θα σας σώσουμ᾽ εμείς! ΠΡΟ. Ε! Πώς το ᾽πες; ΛΥΣ. Εμείς!
ΠΡΟ. Μα τρελή ᾽σαι; ΛΥΣ. Κι αν θες κι αν δε θες, θα σε σώσουμε!
ΠΡΟ. Ρε! παλάβρες που ακούω! ΛΥΣ. Σε πειράζουνε; ΠΡΟ. Θε μου!
500Πού το βρήκατε αυτό το δικαίωμα! ΛΥΣ. Καλέ μου,
θα σε σώσω! ΠΡΟ. Και πώς αν αρνιούμαι; ΛΥΣ. Μα τότε
θα το θέλουμ᾽ εμείς περισσότερο! ΠΡΟ. Πώς
η πετριά σού κατέβη για ειρήνη και πόλεμο;
ΛΥΣ. Θα σ᾽ το πω! ΠΡΟ. Κάνε γρήγορα μη σου τις βρέξω!
ΛΥΣ. Βάλε αυτί — και τα χέρια σου μάζευε, βλάμη.
ΠΡΟ. Δεν μπορώ! Δεν κρατιέμαι, άμ᾽ ακούω κάτι τέτοια!
ΚΛΕ. Αλλά τότε θα κλάψεις του λόγου σου πιότερο!
ΠΡΟ. (Στην Κλεονίκη)
Τον εαυτό σου, παλιόγρια, φοβέριζε! (Στη Λυσιστράτη) Λέγε!
ΛΥΣ. Λοιπόν, άκου! Τον πρώτο καιρό του πολέμου
πομονεύαμε για όλα σας, μόνο από φρόνηση,
μα και δε μας αφήνατε στόμα ν᾽ ανοίξουμε.
510Την αξία σας την ξέραμε δα! Και κλεισμένες
μες στο σπίτι μαθαίναμε λάθια σας πλήθος.
Η καρδιά μας πονούσε, μα εμείς με χαμόγελο
σας ρωτούσαμε: «Σήμερα ο δήμος συζήτησε
για ειρήνη;» «Σκασμός!» απαντούσατε σεις.
Και σωπαίναμε! ΚΛΕ. Κι όμως εγώ δε θα σώπαινα!
ΠΡΟ. Θα τις έτρωγες χύμα! ΛΥΣ. Για τούτο δε μίλαγα!
Κι αν μαθαίναμε πάλι χειρότερα λάθια σας,
και ρωτούσα: «Πώς τόσο ξεπέσατε, αντρούλη μου;»
μ᾽ αγριοκοίταζε κι έσκουζε: «Κοίτα τη ρόκα σου,
γιατ᾽ αλλιώς θα σου σπάσω την κόκα σου. Ο πόλεμος
520των αντρώνε μονάχα δουλειά!» ΠΡΟ. Καλά σου ᾽λεγε.
ΛΥΣ. Τί «καλά», σιχαμένε; Να κάνετ᾽ ελόγου σας
κουταμάρες σωρό και να μη μας ρωτάτε;
Κι όταν τέλος στους δρόμους αρχίσαν οι γκρίνιες:
—«Σερνικός δεν απόμεινε πια στην πατρίδα!»
Κι άλλος έλεε: «Κανείς μά τον Δία! Πού θα πάμε;»
Τότε εμείς οι γυναίκες απόφαση πήραμε
την Ελλάδα ενωμένες να σώσουμε. Βιάζει
ο καιρός. Αν λοιπόν τώρα εμείς ορμηνεύουμε
τα σωστά, να μουλώνετε, ως πρώτα κι εμείς,
και ν᾽ ακούτε. Έτσι μόνο μπορεί να σωθείτε.
ΠΡΟ. Να σωθούμε από σας; Πράμ᾽ αβάσταγο. ΛΥΣ. Σκάσε!
530ΠΡΟ. Μώρ᾽ εσύ με διατάζεις να σκάσω, κατάρατη,
που φοράς στο κεφάλι τσεμπέρι; Να πέθαινα!
ΛΥΣ. Αν ετούτο σε πειράζει,
πάρε το και κουκουλώσου
και τη γλώσσα να δαγκάνεις.
ΚΛΕ. Νά κι αυτό μου το πανέρι!
Φόρα και ποδιά και γνέθε
Και μασούλαε πασατέμπο.
Και δουλειά δική μου ο πόλεμος!
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Παρατάτε τις στάμνες, κυράδες, να δώσουμε
540στις συντρόφισσες πάνου στο κάστρο βοήθεια!
|