Στο αναμεταξύ τα μέλη του Χορού έχουν βγάλει τις πέτρες της σπηλιάς και ρίξει στο βάθος της τα σκοινιά.
ΧΟΡ. Ίσα!
460ΕΡΜ. Ίσα, μπρος!
ΧΟΡ. Ίσα!
ΕΡΜ. Ίσα γερά!
ΧΟΡ. Ίσα, ίσα!
ΤΡΥ. Δεν τραβούν όμως όλοι το ίδιο.
Τον καμπόσο μάς κάνετε, βρε; Δε θα δώσετε χέρι;
Ε Βοιωτοί, θα σας τσούξει.
ΕΡΜ. Ίσα λοιπόν!
ΤΡΥ. Ίσα, μπρος!
ΚΟΡ. Μα βοηθάτε μας κι εσείς οι δυο, τραβάτε.
470ΤΡΥ. Δε με βλέπεις που αγαντάρω και τραβάω
και παλεύω και πασκίζω;
ΚΟΡ. Και πώς τότες η δουλειά δεν προχωρεί;
ΤΡΥ., σε έναν με φανταχτερό φτερό στο κεφάλι, που τραβάει απρόθυμα.
Κακό είν᾽ αυτό, βρε Λάμαχε, που κάνεις·
μπαίνεις μες στα ποδάρια μας· αυτό σου
το σκιάχτρο δε μας χρειάζεται, άνθρωπέ μου.
Αλλά κι οι Αργείοι, τόση ώρα, δεν τραβούσαν,
κορόιδευαν εκείνους που μοχθούσαν
κι ας παίρναν κι απ᾽ τα δυο τα μέρη αλεύρι.
ΕΡΜ. Μα οι Λάκωνες τραβούνε, φίλε, αντρίκεια.
ΤΡΥ. Ζήλο έχουν μόνο κείνοι που απ᾽ το ξύλο
480κρατιούνται· μα ο χαλκιάς δεν τους αφήνει.
ΕΡΜ. Κι οι Μεγαρίτες; Τίποτα· κι ας σέρνουν
σκληρά, σκυλάκια, λες, που κρέας ξεσκίζουν…
ΤΡΥ. Ναι, μα το Δία, λυσσάξανε απ᾽ την πείνα.
ΕΡΜ. Τίποτα, παλικάρια, ως τώρα· πάλι
όλοι μαζί με μια καρδιά ας βαλθούμε.
|