ΒΔΕ. Σ᾽ αυτό λες την αλήθεια· καλότυχοι εσείς:
σε κανένα δε δίνετε λόγο·
μα αν τη βούλα χαλάς της διαθήκης εσύ
πλούσιας νύφης, είν᾽ άτιμη πράξη.
590ΦΙΛ. Αν μια υπόθεση τύχει σπουδαία, κι η βουλή
δεν μπορεί να τη λύσει ούτ᾽ ο δήμος,
ένα ψήφισμα τότε συντάσσουν που λέει
«παραπέμπονται αυτοί στους ενόρκους»·
κι ένας Εύαθλος τότε, ως κι αυτός ο τρανός
Κολακώνυμος, που έχει πετάξει
την ασπίδα του, υπόσχονται πίστη σ᾽ εμάς,
μαχητές του λαού θα ᾽ναι λένε.
«Όταν οι ένορκοι κρίνουν ας είναι και μια
μόνο δίκη, μπορούν να σκολάσουν·»
αν στη σύναξη αυτό του λαού δεν το πεις,
δεν περνάει ούτε μια πρότασή σου·
ως κι ο Κλέωνας, αυτός που η φωνή του βροντά
μες στο δήμο δε δείχνει τα δόντια
στους ενόρκους εμάς· ναι, μονάχα σ᾽ εμάς·
μας χαϊδεύει, μας διώχνει τις μύγες.
Τέτοιο πράμα ποτέ στον πατέρα σου εσύ,
πες μου, το ᾽καμες; Όχι ποτέ σου.
Ενώ ο Θέωρος, αυτός, τέτοιος άντρακλας, βρε,
—πιο ψηλός κι ο Ευφημίδης δεν είναι—
600το σφουγγάρι του μες στη λεκάνη βουτά
και μας βάφει, μωρέ, τα παπούτσια.
Από τέτοια αγαθά να με βγάλεις ζητάς,
τέτοιες θέλεις χαρές να μου κόψεις,
αγαθά και χαρές που δουλεία και σκλαβιά
θ᾽ αποδείξεις —τί λόγος!— πως είναι.
ΒΔΕ. Μίλα, χόρτασε λόγια· στο τέλος, αυτό
το λαμπρό σου τ᾽ αξίωμα θ᾽ αφήσεις
και στα φόρα θα βγεις σα γυμνός πισινός
που ποτέ του δεν είδε σαπούνι.
ΦΙΛ. Μα την πιο δυνατή και γλυκιά μου χαρά
παρά λίγο, καλέ, να ξεχάσω·
το μισθό μου σαν παίρνω και σπίτι γυρνώ,
τί ασπασμοί και δεξίματ᾽ απ᾽ όλους!
Και για τί; Για τους τρεις που τους φέρνω οβολούς.
Πρώτη πρώτη η κορούλα μου τρέχει,
με βοηθά να πλυθώ και τα πόδια απαλά
μου τ᾽ αλείβει, με λέει πατερούλη,
σκύβει εκεί, με φιλεί, και τα ωραία μου λεφτά
τα ψαρεύει και, χλαπ, τα ρουφάει·
610η γυναίκα μου τότε σιμώνει, γλυκά
βάζει αφράτα κουλούρια μπροστά μου,
με χαϊδεύει και κάθεται δίπλα μου. «Νά,
φάγε τούτο, μου λέει, θα σ᾽ αρέσει·
έλα δάγκασε λίγο απ᾽ αυτό.» Νά ηδονές·
τέτοια θέλω· κι ανάγκη δε σ᾽ έχω
ούτε δα και το μάγερα· δεν καρτερώ
νά ᾽ρθει αυτός να μου δώσει να φάω
με βλαστήμιες και γρίνιες· να γρούζει κρυφά
μη ζητήσω και δεύτερη πίτα.
Νά γερή αρματωσιά που έχω εγώ, νά σκεπή
που αψηφά κι αγριοκαίρια και μπόρες.
Κι αν εσύ για να πιω δε μου δίνεις κρασί,
δε με νοιάζει· έχω τούτη την πλόσκα,
ως απάνω γεμάτη· τη γέρνω, κι ευθύς
τον εαυτό μου κερνώ· νά τη, ανοίγει
το πλατύ της το στόμα και γκάρισμα αψύ
στο ποτήρι σου αντίκρυ αμολάει.
Νά εξουσία τρισμεγάλη κι αξίωμα τρανό·
κι απ᾽ του Δία παρακάτω δεν πέφτει.
620Ό,τι λεν για το Δία, το ίδιο λεν και για με.
Όταν κάνουμ᾽ εμείς σαματά,
ο διαβάτης που απ᾽ έξω περνά σταματά·
λέει: «Ω Δία βασιλιά,
δικαστήριο είν᾽ εδώ· πώς βροντά!»
Κι όταν ρίξω αστραπή,
βλέπεις χείλια χλωμά να χτυπούν,
και τα κάνουν απάνω τους πλούσιοι, τρανοί.
Κι εσύ ο ίδιος, μωρέ, με φοβάσαι· ναι, ναι·
μά τη Δήμητρα, τρέμεις· μα εγώ
630να μη σώσω αν σε τρέμω καθόλου.
|