Λοιπόν; Μήπως αιτία της φιλίας είναι πραγματικά εκείνο που αναφέραμε πριν λίγο, δηλαδή η επιθυμία; μήπως η φιλική σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σ᾽ αυτό που αισθάνεται την επιθυμία και στο αντικείμενο της επιθυμίας, για όσο χρόνο, φυσικά, διαρκεί αυτή η επιθυμία; και μήπως ό,τι θεωρούσαμε προηγουμένως φιλικό και αγαπητό ήταν ανόητες φλυαρίες, σαν μακρόσυρτο ποίημα; ―Πιθανόν, είπε. ―Ωστόσο, είπα, εγώ, όποιος αισθάνεται κάποια επιθυμία την αισθάνεται για κάτι [221e] που του λείπει· έτσι δεν είναι; ―Ναι. ―Επομένως όποιος έχει στερηθεί κάτι αισθάνεται φιλία γι᾽ αυτό το κάτι που του το έχουν στερήσει. ―Νομίζω. ―Κι έχει στερηθεί αυτό που του έχουν αφαιρέσει. ―Ασφαλώς. ―Καθώς φαίνεται λοιπόν, Μενέξενε και Λύσι, και ο έρωτας και η φιλία και η επιθυμία προσανατολίζονται σ᾽ αυτό που τους είναι οικείο. Συμφώνησαν και οι δύο. ―Συνεπώς και εσείς, αφού είστε φίλοι, θα έχετε κάποια συγγενικότητα μεταξύ σας. ―Και πολύ μάλιστα, είπαν και οι δύο. ―Αλλά, παιδιά μου, είπα εγώ, οποιοσδήποτε αισθάνεται επιθυμία για κάποιον άλλο [222a] ή και τον αγαπάει, δεν θα αισθανόταν αυτή την επιθυμία και δεν θα τον αγαπούσε ούτε θα ήταν φίλος του, αν δεν τύχαινε να υπάρχει ανάμεσα σ᾽ αυτόν και στον άλλο ψυχική συγγένεια, ή τουλάχιστον κάποια στενή σχέση σε ορισμένα χαρακτηριστικά ή τρόπους ή καταστάσεις της ψυχής. ―Βέβαια, είπε ο Μενέξενος· ο Λύσις δεν μίλησε. ―Πολύ καλά, είπα εγώ. Είναι πια φανερό ότι κατανάγκη αισθανόμαστε αγάπη γι᾽ αυτό που είναι από τη φύση του συγγενικό με εμάς. ―Έτσι φαίνεται. ―Είναι επομένως αναγκαίο να βρίσκει ο αληθινός εραστής ανταπόκριση στο αγαπημένο πρόσωπο και όχι αυτός που προσποιείται τον εραστή. [222b] ―Ο Λύσις και ο Μενέξενος μόλις και μετά βίας έκαναν ένα καταφατικό νεύμα, ενώ ο Ιπποθάλης άλλαζε αποχρώσεις από την αγαλλίαση. Κι εγώ, θέλοντας να εξετάσω πιο προσεκτικά αυτή τη σκέψη, είπα: Νομίζω, Λύσι και Μενέξενε, πως ό,τι είπαμε σχετικά με το ποιός είναι ο φίλος έχει ίσως κάποια αξία μόνο εφόσον το συγγενικό διαφέρει κάπως από το όμοιο. Αν όμως το όμοιο και το συγγενικό ταυτίζονται, δεν είναι εύκολο να αγνοήσουμε εκείνη την προηγούμενη άποψη, δηλαδή ότι το όμοιο είναι άχρηστο στο όμοιό του, στο βαθμό που είναι όμοιο με αυτό· και θα ήταν λάθος να δεχτούμε [222c] ότι το άχρηστο είναι αγαπητό. Θέλετε λοιπόν μια και, θα έλεγα, έχουμε πελαγώσει εξετάζοντας τούτο το θέμα, να δεχτούμε και να πούμε ότι το συγγενικό είναι διαφορετικό από το όμοιο; ―Βέβαια. ―Τί από τα δύο συμβαίνει λοιπόν; Το αγαθό είναι συγγενικό με τα πάντα, ενώ απεναντίας το κακό είναι ξένο και εχθρικό; Ή το κακό είναι συγγενικό με το κακό, το αγαθό με το αγαθό και αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό με αυτό που επίσης δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό; ―Είπαν ότι, κατά τη γνώμη τους, καθένα απ᾽ αυτά τα τρία ζεύγη [222d] είναι συγγενικό. ―Επομένως, παιδιά, σχετικά με τη φιλία ξαναγυρίζουμε στα λόγια που είχαμε απορρίψει προηγουμένως· γιατί σύμφωνα με αυτή την άποψη ο άδικος δεν θα είναι λιγότερο φίλος με τον άδικο ούτε ο κακός με τον κακό απ᾽ όσο ο αγαθός με τον αγαθό. ―Πραγματικά, είπε. ―Αλλά και κάτι άλλο: αν δεχτούμε ότι το αγαθό και το συγγενικό ταυτίζονται, δεν έπεται ότι ο αγαθός μόνο με τον αγαθό μπορεί να είναι φίλος; ―Βέβαια. ―Θα θυμάστε όμως, πιστεύω, ότι ακριβώς αυτή η άποψη μας είχε φέρει πριν λίγο σε λογικό αδιέξοδο· ή μήπως δεν το θυμάστε; ―Το θυμόμαστε. [222e] Τί άλλο, λοιπόν, θα μπορούσαμε, να σκεφτούμε; Ή μήπως είναι φανερό πως τίποτε; Γι᾽ αυτό, όπως κάνουν και οι έμπειροι συνήγοροι στα δικαστήρια, ας ξανασκεφτούμε από την αρχή όλα όσα έχουμε πει ως τώρα. Γιατί αν ούτε αυτοί που αγαπιούνται ούτε αυτοί που αγαπούν ούτε οι όμοιοι ούτε οι ανόμοιοι ούτε οι καλοί ούτε οι συγγενικοί ούτε όλα εκείνα τα άλλα —που, τουλάχιστον εγώ, δεν τα θυμάμαι πια, τόσα πολλά που ήταν— αν λοιπόν τίποτε απ᾽ όλα αυτά δεν είναι φιλικό και αγαπητό, εγώ δεν έχω πια τί να πω.
|