Το καύχημά του επλήγωσε τα στήθη των Αργείων
και μάλιστα του Αίαντος του Τελαμωνιάδη
460που εγγύς του έπεσε ο νεκρός· κι ευθύς την λόγχην ρίχνει
του Πολυδάμαντος εκεί που έφευγε, κι εκείνος
δίπλα πηδώντας ξέφυγε τον θάνατον και η λόγχη
επήρε τον Αρχέλοχον, του Αντήνορος αγόρι,
ότ᾽ οι θεοί τον όλεθρον εκείνου αποφασίσαν.
465Τον κτύπησ᾽ όπου δένεται με το κεφάλι ο σβέρκος
μες στο σφονδύλι κι έκοψε και τα δυο νεύρα η λόγχη
και ως έπεσ᾽ εύρηκαν την γην καύκαλο, μύτη, στόμα,
πρώτα πολύ πριν σωριαστούν τα γόνατα και οι κνήμες.
Και ο Αίας τότ᾽ εφώναξε: «Μέτρα το, Πολυδάμα,
470και την αλήθειαν λέγε μου· άνδρας δεν ήταν τούτος
άξιος του Προθοήνορος αντίτιμος να πέσει;
Αχρείος δεν μου φαίνεται μήτε από αχρείον γένος·
θα είν᾽ αγόρ᾽ ή αδελφός του Αντήνορος του ανδρείου.
Ότι πολύ την γενεάν εκείνου προσομοιάζει».
475Και ό,τ᾽ είπ᾽ εγνώριζε καλά, κι επλήγωσε τους Τρώας·
κει τον Βοιώτιον πρόμαχον ελόγχισ᾽ ο Ακάμας
προστάτης του νεκρού αδελφού που εκείνος ποδοσέρνει.
Κι έσυρ᾽ ο Ακάμας κραυγητό, μεγάλως εκαυχήθη:
«Στα βέλη Αργείοι δοξαστοί, γενναίοι στες φοβέρες,
480στο εξής δεν θα ᾽χουμεν εμείς τον μόχθον και τον θρήνον
μόνοι, αλλ᾽ ως έπεσεν αυτός, θα βρει και σας ο φόνος.
Σας έστρωσα τον Πρόμαχον στον ύπνον του θανάτου,
ογρήγορα να εκδικηθώ τον φόνον του αδελφού μου.
Για τούτο καθείς εύχεται, κάποιος ν᾽ απομείνει
485αυτάδελφος, εκδικητής, αν συμφορά τον έβρει».
Το καύχημά του επλήγωσε στα σπλάχνα τους Αργείους,
μάλιστα τον Πηνέλαον· πετάχθη ο πολεμάρχος
εις τον Ακάμαντα, και αφού δεν δέχθη την ορμήν του,
τον Ιλιονέα κτύπησεν, αγόρι αγαπημένο
490του πολυάρνου Φόρβαντος, που από τους Τρώας όλους
υπεραγάπησ᾽ ο Ερμής, και επλούτισε περίσσα.
Τον Ιλιονέα μόνο υιόν τού γέννησε η μητέρα·
κείνον κτυπά μες στου οφθαλμού τες ρίζες και το δόρυ
την κόρην βγάζει, του τρυπά τον οφθαλμόν και φθάνει
495στο ζνίχι· κι έπεσεν αυτός με πετακτές αγκάλες.
Κι ευθύς σύρει ο Πηνέλαος το ακονισμένον ξίφος·
στην μέσην κόφτει τον λαιμόν και χάμω με το κράνος
κατρακυλά την κεφαλήν· κι ήταν στο μάτι ακόμα
η λόγχη· και το καύκαλο σηκώνει, ως παπαρούνα,
500ψηλά των Τρώων δείχνει το και υπερηφάνως είπε:
«Να ειπείτε, ω Τρώες, χάριν μου, των ποθητών γονέων
του Ιλιονέως του λαμπρού στο σπίτι να τον κλάψουν·
και του Προμάχου ως και η γυνή του Αλεγηνορίδου
δεν θα δεχθεί περίχαρη τον ποθητόν της άνδρα,
505όταν θα κάμουμε πανιά να φύγουμε απ᾽ την Τροίαν».
Είπε, και όλων έπιασε τα γόνατα τρομάρα,
και από τον όλεθρον καθείς πώς να ξεφύγει εκοίτα.
Μούσες, του Ολύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα,
ποιος πρώτος απ᾽ τους Αχαιούς με λάφυρα εδοξάσθη
510αφού την μάχην έκλινεν σ᾽ αυτούς ο κοσμοσείστης.
Πρώτος τον Ύρτιον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας,
τον Γυρτιάδην των Μυσών των ανδρειωμένων άρχον·
τον Μέρμερον ο Αντίλοχος φονεύει και τον Φάλκην·
τον Μόρυν και Ιπποτίωνα βροντά ο Μηριόνης
515και ο Τεύκρος τον Προθόωνα και ομού τον Περιφήτην,
Τον άρχον Υπερήνορα εκτύπησεν ο Ατρείδης
εις την λαπάραν κι έφαγε τα σπλάχνα μέσα η λόγχη·
και από την ανοικτήν πληγήν επέταξε η ψυχή του
με ορμήν πολλήν, κι εσκέπασε τους οφθαλμούς του σκότος·
520πολλούς ακόμη έστρωσεν ο γρήγορος Οϊλείδης,
ο μόνος με τα πόδια του καλός να καταφθάσει
τους άνδρες, όταν στην ψυχήν τρόμον τους βάλει ο Δίας.
|