Ραψωδία ΞΔιὸς ἀπάτη.
Την χλαλοήν αύτιασ᾽ ευθύς, αν κι έπινεν, ο Νέστωρ,
κι είπε με λόγια φτερωτά προς τον Ασκληπιάδην:
«Θείε Μαχάων, νόησε που αυτά θ᾽ αποτελέσουν·
των ανδρειωμένων η βοή πληθαίνει εκεί στα πλοία.
5Αλλά συ μείνε, φλογερό κρασί κάθου και πίνε,
ως να θερμάνει τα λουτρά η εύμορφη Εκαμήδη
απ᾽ τα πηγμένα αίματα να λούσει το κορμί σου.
Κι εγώ θα έβγω, από ψηλά να μάθ᾽ ό,τι συμβαίνει».
Είπε και την περίλαμπρην εφόρεσεν ασπίδα,
10που είχε αφήσει στην σκηνήν ο ανδρείος Θρασυμήδης,
υιός του, κι είχε πάρει αυτός εκείνην του πατρός του·
πήρε κοντάρι δυνατό μ᾽ ακονισμένην λόγχην,
κι έξωθ᾽ εστάθη της σκηνής και άχαρον είδεν έργον,
τους Αχαιούς εις τάραχον, τους αποτόλμους Τρώας
15οπίσω να τους κυνηγούν, ρέπια το τείχος όλο.
Και όπως μεγάλο πέλαγος μακρολογά με κύμα
βουβό και νιώθει την ορμήν εγγύς σφοδρών ανέμων
και μήτ᾽ εδώ τα κύματα και μήτ᾽ εκεί σαλεύει,
πριν άνεμος ξεχωριστός ορμήσει από τον Δία·
20όμοια του γέρου και η ψυχή χωρίζονταν εις δύο,
των ανδρειωμένων Δαναών τα πλήθη αν θ᾽ ανταμώσει,
ή τον ποιμένα των λαών να έβρει τον Ατρείδην;
Κι έκρινε συμφερότερον να έβρει τον Ατρείδην.
Κι εκείνοι ωστόσο εμάχονταν κι εσφάζονταν με λύσσαν,
25κι εβρόντ᾽ ο ασύντριφτος χαλκός στο σώμα τους επάνω
καθώς με ξίφη και μακριά κοντάρι᾽ αντικτυπιούνταν.
Και απάντησαν τον Νέστορα οι βασιλείς οι θείοι
ο Διομήδης, ο Οδυσσεύς και ο μέγας Αγαμέμνων,
ως απ᾽ τα πλοία ανέβαιναν, όσ᾽ ήσαν πληγωμένοι.
30Ότ᾽ ήσαν τα καράβια τους, πολύ μακράν της μάχης,
στον άμμον, ότι στην στεριά κείνα εσυρθήκαν πρώτα,
και προς τες πρύμνες κολλητά είχε κτισθεί το τείχος.
Τι τ᾽ ακρογιάλι, αν και πλατύ, δεν έπαιρνε τα πλοία
και να μη στενοχωρηθούν τα πλήθη, τα ᾽χαν βάλει
35σειρές σειρές κλιμακωτά και το παραθαλάσσιο
μεγάλο στόμα εγέμισεν από μιαν άκρην σ᾽ άλλην.
Μαζί κατέβαιναν να ιδούν την μάχην στηριγμένοι
επάνω στα κοντάρια τους, κατάκαρδα θλιμμένοι,
όταν κει τους απάντησεν ο γέρος ο Νηλείδης
40κι έφερεν άλλην ταραχήν στα βάθη της ψυχής των.
Κι εκείνον επροσφώνησεν ο βασιλεύς Ατρείδης:
«Νηλείδη Νέστωρ, καύχημα των Αχαιών και δόξα,
τι άφησες τον πόλεμον τον ανδροφόνον κι ήλθες;
Ο Έκτωρ ο ακράτητος φοβούμαι μη τελειώσει
45κείνο που μας φοβέρισε στην σύνοδον των Τρώων,
πως από τα καράβια μας στην Ίλιον δεν θα γύρει,
πριν να τα κάψει και όλους μας αυτού να σφάξει επάνω.
Κείνος αυτά ᾽λεγε και ιδού τώρα τα βλέπουμ᾽ όλα.
Το βλέπ᾽ οϊμένα, καθαρά, χολήν σ᾽ εμένα τρέφουν
50μέσα τους όλ᾽ οι Αχαιοί, και όχι ο Πηλείδης μόνος,
και θέλουν και δεν μάχονται να σώσουν τα καράβια».
Και ο Νέστωρ του αποκρίθηκε: «Ναι, τούτα ετελειωθήκαν
τωόντι εμπρός στα μάτια μας, και ο βροντοφόρος Δίας,
ο ίδιος μεταβολήν δεν δύναται να φέρει.
55Ήδη το τείχος έπεσε, που ασύντριφτη να είναι
προφυλακή θαρρούσαμε σ᾽ εμάς και στα καράβια.
Και άσπονδην μάχην άπαυτην έχουν αυτοί στα πλοία,
που μάτι και προσεχτικό δεν ξεχωρίζει πλέον
από ποιο μέρος οι Αχαιοί στον τάραχον κλονούνται·
60τόσο σμικρά φονεύονται και ο πόλεμος βροντάει.
Αλλά τι πρέπει να γινεί τώρ᾽ ας σκεφθούμε, αν κάτι
θα πράξει ο νους αλλά καλό να εμπούμ᾽ εμείς στην μάχην
δεν κρίνω, ότι για πόλεμον δεν είναι ο λαβωμένος».
Σ᾽ αυτόν ο άρχος των ανδρών απάντησ᾽ ο Ατρείδης:
65«Ω Νέστωρ, αφού πολεμούν εκείνοι προς τα πλοία
και ανώφελα τον χάντακα με μόχθον και το τείχος
εσήκωσαν οι Δαναοί, κι εθάρρευαν να τα ᾽χουν
προφυλακήν ασύντριφτην γι᾽ αυτούς και για τα πλοία,
άρεσε τούτ᾽, ως φαίνεται, του φοβερού Κρονίδη,
70όλ᾽ οι Αχαιοί ᾽δω θα σβησθούν μακράν απ᾽ την πατρίδα.
Εγνώρισα, όταν ίλεως τους Δαναούς βοηθούσε,
τον βλέπω τώρα, ωσάν θεούς τους Τρώας να λαμπρύνει·
και να ᾽χει εμάς τα χέρια και την ανδρειά δεμένα.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
75Στην άμμον όσα ευρίσκονται πρώτα συρμένα πλοία,
εις την αγίαν θάλασσαν να τα κυλίσουμ᾽ όλα,
να μείνουν με τες άγκυρες ως να ᾽λθ᾽ η νύκτα η θεία,
αν παύσουν απ᾽ τον πόλεμον και μες στην νύκτα οι Τρώες.
Κατόπιν θα κυλίσουμε και τ᾽ άλλα· ότι να φύγεις
80και νύκτ᾽ από τον κίνδυνον κατάκρισιν δεν φέρει.
Φρόνιμος είναι όποιος μπορεί να φύγει πριν τον πιάσουν».
|