Του απάντησε ο θεόμορφος Αλέξανδρος και του ᾽πε:
775«Έκτωρ τον ακατάκριτον να κατακρίνεις θέλεις,
άλλες φορές ίσως οκνά στον πόλεμον κινούμαι·
αλλ᾽ εμέ τόσον άνανδρον δεν γέννησε η μητέρα·
ότι απ᾽ την ώραν π᾽ άναψες την μάχην προς τα πλοία
τους Δαναούς ασάλευτοι κι εμείς εδώ κτυπούμε,
780και οι σύντροφοί μας που ζητάς, εκείνοι εφονευθήκαν·
ο Έλενος και ο Δηίφοβος εδώθ᾽ εφύγαν μόνοι
και οι δυο με λόγχες μακριές στο χέρι λαβωμένοι·
εκείνους έσωσεν ο Ζεύς· και τώρα οδήγησέ μας,
κατόπιν τρέχουμε κι εμείς όπου αγαπάς, και ανδρείας,
785θαρρώ, δεν θα ᾽βρεις έλλειψιν, όσ᾽ είναι η δύναμίς μας.
Και πέρ᾽ απ᾽ ό,τι τον βαστά, κανείς, αν και γενναίος,
δεν ημπορεί να πολεμεί.» Οι λόγοι του Αλεξάνδρου
εμάλαξαν τον Έκτορα, και όπου βροντούσε η μάχη
σφοδροτέρα, επετάχθηκαν να σμίξουν τους ανδρείους
790Κεβριόνην, Πολυδάμαντα, Φάλκην, Ορθαίον, Πάλμιν,
και Πολυφοίτην τον λαμπρόν, και Ασκάνιον και Μόρυν,
υιόν του Ιπποτίωνος, που τ᾽ άλλο χαραμέρι
από την μεγαλόστηλην εφθάσαν Ασκανίαν
στον τόπον άλλων· τώρ᾽ αυτούς στην μάχην σπρώχν᾽ ο Δίας.
795Και ομοιάζαν, καθώς πήγαιναν κακών ανέμων ζάλην,
που του Διός απ᾽ την βροντήν ψηλάθε ροβολάει,
και με βοητόν αμείλικτον το πέλαγο ανταμώνει·
κοχλάζουν κύματα πολλά της φλοισβεράς θαλάσσης,
κυρτά, με κάτασπρες κορφές, άλλα κατόπι σ᾽ άλλα·
800όμοια κι οι Τρώες συσφικτοί, σ᾽ άλλους κατόπιν άλλοι,
τους αρχηγούς, αστραφτεροί στα όπλ᾽ ακολουθούσαν.
Ο Έκτωρ προπορεύετο σαν ανδροφόνος Άρης,
και την λαμπρήν ολόισην ασπίδα εμπρός του εκράτει
με δίπλες τόμαρα πολλές και χάλκωμα δεμένην.
805Και κράνος στείονταν λαμπρό στην κεφαλήν του επάνω.
Και γύρω εκεί στες φάλαγγες βαδίζει σκεπασμένος
με την ασπίδα, ίσως εμπρός στο πάτημά του κλίνουν.
Αλλά δεν τάραζε ποσώς των Αχαιών τα στήθη.
Και ο Αίας τον προκάλεσε, μακροπατώντας, πρώτος:
810«Ω φοβερέ, πλησίασε· εκείθε θα δειλιάσεις
τους Αχαιούς; Δεν είμασθεν αμάθητοι πολέμου·
αλλά μαστίγι του Διός κακό μας έχει πλήξει.
Και αν στην ψυχήν σου εθάρρεψες να κάψεις τα καράβια,
κι εμάς να τα φυλάξουμε τα χέρια ΄δω δεν λείπουν.
815Αλλ᾽ ευκολότερα πολύ θα πέσει αφανισμένη
από τούτα τα χέρια μας η ξακουστή σας πόλις.
Και σένα λέγω τώρα εγώ, πως δεν θ᾽ αργήσ᾽ η ώρα
να φεύγεις και να δέεσαι στους αθανάτους όλους,
να δώσουν γερακιού φτερά στα εύμορφ᾽ άλογά σου,
820που την πεδιάδα σχίζοντας στην πόλιν θα σε φέρουν».
Και άμ᾽ είπε τούτα επέταξεν αετός στα δεξιά του
και στο σημάδι θαρρετά των Αχαιών τα πλήθη
αλάλαξαν· και απάντησε σ᾽ αυτόν ο μέγας Έκτωρ:
«Ανόητ᾽ Αία, βούβαλε, ποιον λόγον είπες τώρα;
825Όμοια κι εγώ να ᾽μουν υιός του αιγιδοφόρου Δία,
αθάνατος απ᾽ την σεπτήν την Ήραν γεννημένος.
Και να τιμώμαι, ως η Αθηνά δοξάζεται και ο Φοίβος,
καθώς κακό στους Αχαιούς τωόντι θα φέρ᾽ η μέρα
σ᾽ όλους και συ θα φονευθείς, αν να δεχθείς τολμήσεις
830το μακριό κοντάρι μου, που τα λευκά σου μέλη
θα σχίσει, και νεκρός αυτού στα πλοία θα χορτάσεις
των Τρώων με το πάχος σου τα όρνεα και τους σκύλους».
Είπε και προπορεύτηκε και τον ακολουθούσαν
με αλαλαγμόν αμίλητον τα πλήθη, και αλαλάζουν
835κι οι Αχαιοί κι εδέχοντο τους πολεμάρχους Τρώας
αδείλιαστοι στην θέσιν τους· ο αχός και απ᾽ τα δυο μέρη
ως του Διός ανέβαινε τον φωτεινόν αιθέρα.
|