510ΧΟ. Φριχτό, μετά από τόσα χρόνια, ξένε,
ένα κακό που πια κοιμήθηκε, τώρα να το ξυπνάς.
Όμως με φλέγει ο πόθος να το μάθω.
ΟΙ. Τί μου ζητάς;
ΧΟ. Τη φοβερή, αδυσώπητη, οδυνηρή σου συμφορά,
που φάνηκε μπροστά σου,
κι έσμιξες μαζί της.
515ΟΙ. Μη, σ᾽ εξορκίζω στης φιλοξενίας το όνομα,
μη θες ν᾽ ανοίξεις πάλι πληγές ξεδιάντροπες.
ΧΟ. Τη διαβόητη, την ακατάπαυστη εκείνη φήμη
θέλω ν᾽ ακούσω από το στόμα σου
αν είναι αλήθεια.
ΟΙ. Αλίμονο.
ΧΟ. Σε ικετεύω, στρέξε.
ΟΙ. Αλίμονο και πάλι αλίμονο.
ΧΟ. Μην το αρνηθείς, αφού κι εγώ ό,τι ζητάς
520δεν στο αρνούμαι.
ΟΙ. Έπεσαν πάνω μου οι πιο μεγάλες, ξένοι,
συμφορές, χωρίς να θέλω τις φορτώθηκα,
μάρτυς μου ο θεός, τίποτε απ᾽ αυτά αυτόβουλο.
ΧΟ. Πώς το εννοείς;
525ΟΙ. Σε απαίσια κλίνη μ᾽ έδεσε, δίχως να ξέρω,
η πόλη, με τύφλωσε με ολέθριο γάμο.
ΧΟ. Μοιράστηκες, όπως ακούω, δυσώνυμο
κρεβάτι, πλάγιασες με τη μάνα σου.
530ΟΙ. Θάνατος είναι αυτό που ακούστηκε, κι αυτές οι δυο από μένα —
ΧΟ. Τί πας να πεις;
ΟΙ. δύο παιδιά, δυο συμφορές.
ΧΟ. Ω Δία.
ΟΙ. Βγήκαν κι οι δυο, όπως κι εγώ, από την ίδια μητρική κοιλιά.
ΧΟ. Είναι λοιπόν συνάμα κόρες σου —
535ΟΙ. και αδελφές με τον πατέρα τους.
ΧΟ. Ιώ.
ΟΙ. Ιώ. Οι συμφορές μου αμέτρητες
κι απανωτές.
ΧΟ. Έπαθες —
ΟΙ. πάθη αλησμόνητα.
ΧΟ. Έπραξες —
ΟΙ. όχι, δεν έπραξα,
ΧΟ. Και τότε τί;
540ΟΙ. Δέχτηκα δώρο από την πόλη, δυστυχία θεέ μου,
αντίδωρο στην προσφορά μου, που να μην έσωνα να το κρατήσω.
ΧΟ. Δύσμοιρε, κι άλλο ακόμη· έγινες ο φονιάς —
ΟΙ. Τί λες; τί θες να μάθεις;
ΧΟ. του πατέρα σου.
ΟΙ. Φρίκη, δεύτερο χτύπημα κι αυτό,
πληγή επάνω στην πληγή.
ΧΟ. Σκότωσες.
545ΟΙ. Σκότωσα, έχω ωστόσο με το μέρος μου —
ΧΟ. τί;
ΟΙ. και κάποιο δίκιο.
ΧΟ. Ποιό;
ΟΙ. Θα σου το πω· τον σκότωσα
μ᾽ άδειο μυαλό και τον αφάνισα·
μπροστά στον νόμο είμαι καθαρός·
δίχως να ξέρω ποιόν σκοτώνω, σκότωσα.
|