Λοιπόν, όσοι του ερχόνταν φέρνοντας [στρ. γ]
ή πληγές αυτογέννητες μαζί τους,
ή λαβωμένοι κάπου με σκληρό χαλκό,
ή με μακρόριχτη κοτρώνα,
50ή αφανισμένοι από τις θέρμες του καλοκαιριού,
ή κι απ᾽ τα κρύα του χειμώνα,
τους έβγαζε, άλλον απ᾽ άλλο πάθος του,
λευτερωμένους,
γιατρεύοντας αυτόν με μαλακές γητειές,
ποτίζοντας με πρόσφορα πιοτά έναν άλλο,
ή αλείφοντάς των φάρμακα
λογής λογής τα μέλη
κι άλλους ορθούς τούς έστηνε με το νυστέρι.
Μ᾽ από το κέρδος κι η σοφία νικιέται κάποτε, [αντ. γ]
55και τράβηξε και κείνον το χρυσάφι,
που έφεξε μες στο χέρι του,
να σώσει, με βαρύτατο μιστό, απ᾽ το θάνατο
έναν, που ο Χάροντας είχε πια αδράξει.
Μα ρίχνοντας ο Δίας με τα χέρια του
τους έκοψε απ᾽ τα στήθια την ανάσα
αμέσως και των δυο κι ο κεραυνός
τους βρόντηξε το θάνατο, όλος φλόγα.
Όσα ταιριάζουν στις θνητές μας τις ψυχές
πρέπει μονάχ᾽ απ᾽ τους θεούς και να ζητούμε,
60να βλέπομ᾽ όσα μπρος είναι στα πόδια μας
και ποιά ᾽ν᾽ η μοίρα μας να μη ξεχνούμε.
Ψυχή μου, μην αποζητάς [επωδ. γ]
αθάνατη ζωή, μα απόσωνε
ό,τι περνά απ᾽ το χέρι σου με κάθε τρόπο.
Αχ, να ᾽ταν ο σοφός ο Χείρωνας
να ζούσ᾽ ακόμα στη σπηλιά του
και να μπορούσαν κάπως τα γλυκόφωνα
τραγούδια μου να μάγευαν το νου του,
65ίσως και τώρα τον κατάφερνα
να ᾽βγαζε, για τους διαλεχτούς, ένα γιατρό
που τις βαριές να θεραπεύει αρρώστιες,
γιατρό με τ᾽ όνομα, είτε γιο
του Απόλλωνα είτε του πατρός του,
και θενα ερχόμουν τότε με καράβι σχίζοντας
του Ιονίου τη θάλασσα στην κρήνην Αρεθούσα
για τον Αιτναίο το φίλο μου·
|