Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (3.47-3.69)


τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων [στρ. γ]
ἑλκέων ξυνάονες, ἢ πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι
ἢ χερμάδι τηλεβόλῳ,
50 ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ
χειμῶνι, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων
ἔξαγεν, τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων,
τοὺς δὲ προσανέα πί-
νοντας, ἢ γυίοις περάπτων πάντοθεν
φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς·

ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται. [αντ. γ]
55 ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανείς
ἄνδρ᾽ ἐκ θανάτου κομίσαι
ἤδη ἁλωκότα· χερσὶ δ᾽ ἄρα Κρονίων
ῥίψαις δι᾽ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν
ὠκέως, αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον.
χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ
δαιμόνων μαστευέμεν θναταῖς φρασίν
60 γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας.

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον [επωδ. γ]
σπεῦδε, τὰν δ᾽ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναι᾽ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ
φίλτρον ‹ἐν› θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι
65 ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν νιν πίθον
καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων
ἤ τινα Λατοΐδα κεκλημένον ἢ πατέρος.
καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἰονίαν τάμνων θάλασσαν
Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ᾽ Αἰτναῖον ξένον,


Κι όσοι έρχονταν κι είχαν πληγές που ᾽βγαζε το κορμί τους [στρ. γ]
ή κι απ᾽ αστραφτερό χαλκό τραυματισμένοι
ή από λιθάρι από μακριά ριγμένο
50ή με το δέρμα από το θερινό λιοπύρι ρημαγμένο
ή από το ψύχος του χειμώνα, λύτρωνε τον καθένα από τα βάσανά του,
άλλους με ξόρκια μαλακά φροντίζοντάς τους
και σ᾽ άλλους δίνοντας να πιουν πραϋντικά ελιξήρια
ή αλείφοντας με φάρμακα τα μέλη τους ολούθε
κι άλλους με μια τομή τούς έστηνε ορθούς.

Αλλά κι η γνώση ακόμα παρασύρεται από του κέρδους το κυνήγι. [αντ. γ]
55Έτσι κι εκείνον τον ετράβηξε ο γενναίος μισθός,
χρυσάφι που γυαλίζει στην παλάμη,
να φέρει πίσω έναν θνητό απ᾽ τον θάνατο αρπαγμένον.
Τότε ο Κρονίδης σήκωσε το χέρι του ενάντια και στους δύο
κι ακαριαία έκοψε στα στήθια στην πνοή τους,
κι ο φλογισμένος κεραυνός τούς σφράγισε το τέλος.
Ό,τι ταιριάζει στων θνητών τη φύση
πρέπει απ᾽ τους θεούς ν᾽ αποζητούμε,
60το τί ᾽ναι μπρος στα πόδια μας γνωρίζοντας,
τη μοίρα μας ποιά είναι μην ξεχνώντας.

Ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή· [επωδ. γ]
ό,τι περνά απ᾽ το χέρι σου εξάντλησέ το.
Αν ο σοφός ο Χίρων κατοικούσε ακόμα στη σπηλιά του
65κι αν οι ύμνοι μου οι μελίρρυτοι μαγεύαν την ψυχή του,
θα είχα καταφέρει κάποιον γιατρό να στείλει
στους ξέχωρους θνητούς, απ᾽ τη θερμή να τους λυτρώσει αρρώστια,
κάποιο παιδί απ᾽ της Λητώς τον γόνο γεννημένο
ή και τον ίδιο τον πατέρα.
Και τότε με πλοίο θα ερχόμουνα, το Ιόνιο πέλαγος σκίζοντας,
στην κρήνη Αρέθουσα να βρω τον φίλο μου από την Αίτνα,


Λοιπόν, όσοι του ερχόνταν φέρνοντας [στρ. γ]
ή πληγές αυτογέννητες μαζί τους,
ή λαβωμένοι κάπου με σκληρό χαλκό,
ή με μακρόριχτη κοτρώνα,
50ή αφανισμένοι από τις θέρμες του καλοκαιριού,
ή κι απ᾽ τα κρύα του χειμώνα,
τους έβγαζε, άλλον απ᾽ άλλο πάθος του,
λευτερωμένους,
γιατρεύοντας αυτόν με μαλακές γητειές,
ποτίζοντας με πρόσφορα πιοτά έναν άλλο,
ή αλείφοντάς των φάρμακα
λογής λογής τα μέλη
κι άλλους ορθούς τούς έστηνε με το νυστέρι.

Μ᾽ από το κέρδος κι η σοφία νικιέται κάποτε, [αντ. γ]
55και τράβηξε και κείνον το χρυσάφι,
που έφεξε μες στο χέρι του,
να σώσει, με βαρύτατο μιστό, απ᾽ το θάνατο
έναν, που ο Χάροντας είχε πια αδράξει.
Μα ρίχνοντας ο Δίας με τα χέρια του
τους έκοψε απ᾽ τα στήθια την ανάσα
αμέσως και των δυο κι ο κεραυνός
τους βρόντηξε το θάνατο, όλος φλόγα.
Όσα ταιριάζουν στις θνητές μας τις ψυχές
πρέπει μονάχ᾽ απ᾽ τους θεούς και να ζητούμε,
60να βλέπομ᾽ όσα μπρος είναι στα πόδια μας
και ποιά ᾽ν᾽ η μοίρα μας να μη ξεχνούμε.

Ψυχή μου, μην αποζητάς [επωδ. γ]
αθάνατη ζωή, μα απόσωνε
ό,τι περνά απ᾽ το χέρι σου με κάθε τρόπο.
Αχ, να ᾽ταν ο σοφός ο Χείρωνας
να ζούσ᾽ ακόμα στη σπηλιά του
και να μπορούσαν κάπως τα γλυκόφωνα
τραγούδια μου να μάγευαν το νου του,
65ίσως και τώρα τον κατάφερνα
να ᾽βγαζε, για τους διαλεχτούς, ένα γιατρό
που τις βαριές να θεραπεύει αρρώστιες,
γιατρό με τ᾽ όνομα, είτε γιο
του Απόλλωνα είτε του πατρός του,
και θενα ερχόμουν τότε με καράβι σχίζοντας
του Ιονίου τη θάλασσα στην κρήνην Αρεθούσα
για τον Αιτναίο το φίλο μου·