ΠΕΝΙΑ
Ω τί δουλειά τολμάτε να σκαρώσετε
—άνομη, ανόσια, απόκοτη— ανθρωπάκια!
Για πού, για πού το βάλατε; Σταθείτε!
ΒΛΕ. (τρέμοντας)
Μανούλα μου! ΠΕΝ. Νά τώρα, και τους δυο σας
θ᾽ αφανίσω κακήν κακώς εγώ,
γιατί τολμάτε τόλμημ᾽ ασυχώρετο,
που παρόμοιο κανείς δεν καταπιάστηκε,420
ούτε θεός ούτ᾽ άνθρωπος ως τώρα.
Για τούτο, πάει, χαθήκατε. ΧΡΕ. Και ποιά εισαι
του λόγου σου; Χλωμή μού παραφαίνεσαι.
ΒΛΕ. Ίσως θα ᾽ναι Ερινύα από καμιά
τραγωδία· τραγικά και μανιασμένα
κοιτάει! ΧΡΕ. Μα δεν κρατάει δαδιά στα χέρια.
ΒΛΕ. Θα την δείρω! ΠΕΝ. Για ποιάνε με περνάτε;
ΧΡΕ. Για καμιά ξενοδόχα, για αυγουλού…
Αλλιώς δε θ᾽ αλυχτούσες τόσο, δίχως
να σ᾽ έχουμε πειράξει. ΠΕΝ. Σοβαρά;
Κι υπάρχει μεγαλύτερο κακό
να θέτε να με διώξετε απ᾽ τη χώρα;430
ΧΡΕ. Μην έλειψε το Βάραθρο για σένα;
Λέγε μου το λοιπόν αμέσως ποιά εισαι;
ΠΕΝ. Εγώ, που θα σας κάψω και τους δυο σας
την σήμερον ημέρα, τι με διώχνετε.
ΒΛΕ. Θα ᾽ναι η ταβερναρού της γειτονιάς,
που ταχτικά λειψό κρασί μου δίνει.
ΠΕΝ. Είμαι λοιπόν η Φτώχεια, που μαζί σας
κάθομαι χρόνια… ΒΛΕ. Βάι, αφέντη Απόλλωνα
κι όλ᾽ οι θεοί, πού να τρυπώσω, πού;
(κάνει να φύγει)
ΧΡΕ. Ε συ, τί κάνεις, ζούδι φοβιτσιάρικο;
Στάσου. ΒΛΕ. Καθόλου. ΧΡΕ. Μείνε! Και δεν ντρέπεσαι,440
άντρες δυο μια γυναίκα να φοβόμαστε;
ΒΛΕ. Γιατί ᾽ναι η Φτώχεια, μαύρε! Δεν υπάρχει
σ᾽ όλη την πλάση αγρίμι φοβερότερο.
ΧΡΕ. Γιά κάνε μου τη χάρη, στάσου, στάσου!
ΒΛΕ. Εγώ; Ποτές. ΧΡΕ. Λοιπόν, σου λέω, θα κάνουμε
το χειρότερο σφάλμα που έχει γίνει,
αν παρατώντας έρμο το θεό,
το βάνουμε στα πόδια, φοβισμένοι
από δαύτη, και δεν αντισταθούμε.
ΒΛΕ. Σε ποιά να βασιστούμε άρματα ή δύναμη;
Ποιόν θώρακα και ποιάν ασπίδα η στρίγκλα450
δε μας κάνει να βάζουμε αμανάτι;
ΧΡΕ. Κάνε καρδιά και μοναχός ο θεός μας
την κάκητά της θα νικήσει — ο Πλούτος.
|