Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (433-475)


ΠΡ. ἀληθες, ὦ μιαρὰ σύ; ποῦ ᾽σθ᾽ ὁ τοξότης;
ξυλλάμβαν᾽ αὐτὴν κὠπίσω τὼ χεῖρε δεῖ.
435ΛΥ. εἰ τἄρα νὴ τὴν Ἄρτεμιν τὴν χεῖρά μοι
ἄκραν προσοίσει, δημόσιος ὢν κλαύσεται.
ΠΡ. ἔδεισας, οὗτος; οὐ ξυναρπάσει μέσην
καὶ σὺ μετὰ τούτου χἀνύσαντε δήσετον;
ΚΛ. εἰ τἄρα νὴ τὴν Πάνδροσον ταύτῃ μόνον
440τὴν χεῖρ᾽ ἐπιβαλεῖς, ἐπιχεσεῖ πατούμενος.
ΠΡ. ἰδού γ᾽ ἐπιχεσεῖ. ποῦ ᾽στιν ἕτερος τοξότης;
ταύτην προτέραν ξύνδησον, ὁτιὴ καὶ λαλεῖ.
ΜΥ. εἰ τἄρα νὴ τὴν Φωσφόρον τὴν χεῖρ᾽ ἄκραν
ταύτῃ προσοίσεις, κύαθον αἰτήσεις τάχα.
445ΠΡ. τουτὶ τί ἦν; ποῦ τοξότης; ταύτης ἔχου.
παύσω τιν᾽ ὑμῶν τῆσδ᾽ ἐγὼ τῆς ἐξόδου.
ΛΥ. εἰ τἄρα νὴ τὴν Ταυροπόλον ταύτῃ πρόσει,
ἐγὼ ᾽κποκιῶ σου τὰς στενοκωκύτους τρίχας.
ΠΡ. οἴμοι κακοδαίμων· ἐπιλέλοιφ᾽ ὁ τοξότης.
450ἀτὰρ οὐ γυναικῶν οὐδέποτ᾽ ἔσθ᾽ ἡττητέα
ἡμῖν· ὁμόσε χωρῶμεν αὐταῖς, ὦ Σκύθαι,
ξυνταξάμενοι. ΛΥ. νὴ τὼ θεὼ γνώσεσθ᾽ ἄρα
ὅτι καὶ παρ᾽ ἡμῖν εἰσι τέτταρες λόχοι
μαχίμων γυναικῶν ἔνδον ἐξωπλισμένων.
455ΠΡ. ἀποστρέφετε τὰς χεῖρας αὐτῶν, ὦ Σκύθαι.
ΛΥ. ὦ ξύμμαχοι γυναῖκες, ἐκθεῖτ᾽ ἔνδοθεν,
ὦ σπερμαγοραιολεκιθολαχανοπώλιδες,
ὦ σκοροδοπανδοκευτριαρτοπώλιδες,
οὐχ ἕλξετ᾽, οὐ παιήσετ᾽, οὐκ ἀράξετε,
460οὐ λοιδορήσετ᾽, οὐκ ἀναισχυντήσετε;
παύσασθ᾽, ἐπαναχωρεῖτε, μὴ σκυλεύετε.
ΠΡ. οἴμ᾽ ὡς κακῶς πέπραγέ μου τὸ τοξικόν.
ΛΥ. ἀλλὰ τί γὰρ ᾤου; πότερον ἐπὶ δούλας τινὰς
ἥκειν ἐνόμισας, ἢ γυναιξὶν οὐκ οἴει
465χολὴν ἐνεῖναι; ΠΡ. νὴ τὸν Ἀπόλλω καὶ μάλα
πολλήν γ᾽, ἐάνπερ πλησίον κάπηλος ᾖ.
Χ. ΓΕ. ὦ πόλλ᾽ ἀναλώσας ἔπη πρόβουλε τῆσδε ‹τῆς› γῆς,
τί τοῖσδε σαυτὸν εἰς λόγους τοῖς θηρίοις ξυνάπτεις;
οὐκ οἶσθα λουτρὸν οἷον αἵδ᾽ ἡμᾶς ἔλουσαν ἄρτι
470ἐν τοῖσιν ἱματιδίοις, καὶ ταῦτ᾽ ἄνευ κονίας;
Χ. ΓΥ. ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, οὐ χρὴ προσφέρειν τοῖς πλησίοισιν εἰκῇ
τὴν χεῖρ᾽· ἐὰν δὲ τοῦτο δρᾷς, κυλοιδιᾶν ἀνάγκη.
ἐπεὶ ᾽θέλω ᾽γὼ σωφρόνως ὥσπερ κόρη καθῆσθαι,
λυποῦσα μηδέν᾽ ἐνθαδί, κινοῦσα μηδὲ κάρφος,
475ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ.


ΠΡΟ. Εσύ ᾽σαι, λέρα; Πιάσ᾽ τηνε, τοξότη,
και δέσε της πιστάγκωνα τα χέρια.
ΛΥΣ. Αν κάνει πως μ᾽ αγγίζει, μά την Άρτεμη,
θα τον στουμπώσω, ας είναι κι εξουσία!
(Ο τοξότης τραβιέται)
ΠΡΟ. Ρε, σκιάχτηκες; Δυο τότες, απ᾽ τη μέση
βουτάτε την και δέστε την στα γρήγορα.
ΚΛΕ. (Βγαίνει κι αυτή από το κάστρο)
Μά την Πάνδροσον, αν απλώσεις χέρι,
440θα σε τσαλαπατήσω να χεστείς!
(Ο τοξότης τραβιέται)
ΠΡΟ. Άκου την! Να χεστείς! Βρε πού ᾽ναι ο άλλος;
Αυτήνε πιάστε πρώτη. Έχει γλώσσα!
ΜΥΡ. (Βγαίνει κι αυτή)
Αν μόνο τ᾽ ακροδάχτυλο κουνήσεις,
βεντούζες θα ζητάς, μά τη Σελήνη.
ΠΡΟ. Άλλη τούτη! Πού χάθηκε ο τοξότης!
Πιάστε την!… Θα τις μάθω εγώ να βγαίνουν.
ΛΥΣ. Μά την Άρτεμη, αν κάνεις ένα βήμα,
σου μαδάω τρίχα-τρίχα τα μαλλιά.
(Ο τοξότης τραβιέται)
ΠΡΟ. Δυστυχιά μου! Πάει το ᾽σκασε ο τοξότης!
450Μα δε θα μας τουμπάρουν οι γυναίκες!
Εμπρός! Οι Σκύθες όλοι συνταγμένοι
πέστε απάνω τους! ΛΥΣ. Μάθε, πως κι εμείς
έχουμε λόχους τέσσερις στο κάστρο,
γυναίκες του πολέμου αρματωμένες.
ΠΡΟ. (Στους Σκύθες)
Μπαγλαρώστε τα χέρια τους πισώπλατα.
(Οι Σκύθες ετοιμάζονται για επίθεση)
ΛΥΣ. Χυθείτε από το κάστρο, αρματολόγες,
φασουλοραδικαβγοπαζαρίτισσες,
σκορδομαριδοταβερνοψωμούδες,
αρπάχτε τους, βαράτε τους, τσακίστε τους!
460Ουδέ ντροπή ουδέ λύπηση για τέτοιους!
(Οι γυναίκες χιμούνε. Οι τοξότες το βάζουνε στα πόδια)
Φτάνει! Γυρίστε πίσω. Κι όχι πλιάτσικο!
ΠΡΟ. Οϊμένα! Οι ταχτικοί μου με ρεζίλεψαν!
ΛΥΣ. Μα τί θαρρούσες; Και για ποιές μας πήρες;
Για σκλάβες ή για κρεβατογυναίκες,
που δεν έχουνε μέσα τους χολή;
ΠΡΟ. Με το καντάρι, μάλιστ᾽ αν περάσετε
κι από της γειτονιάς το καπηλειό.
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Ω Πρόβουλε, τί μου ᾽στησες κουβεντολόι με τούτα
τ᾽ αγρίμια; Και το ξέχασες, πως λίγο πριν μας λούσανε
470ντυμένους και κατάκορφα και δίχως σαπουνάδα;
ΚΟΡ. ΓΥΝ. Καλέ μου, μη στον άλλονε, σηκώνεις χέρι αλόγιστα,
γιατί ᾽ν᾽ επόμενο κι αυτός τα μάτια να σου πρήξει.
Γω θέλω φρόνιμα να ζω, τι ᾽μαι καλό κορίτσι,
μα βάρδα, μην απλώσεις χέρι στη σφηκοφωλιά μου.