ΧΟΡ., στο Φιλοκλέωνα.
Συναθλητή και φίλε μας,
κάτι καινούριο κοίταξε,
κάτι πρωτότυπο να πεις...
ΒΔΕ., διακόπτοντας το Χορό.
Πένα και καλαμάρι ευθύς γιά φέρτε μου από μέσα.
530ΦΙΛ. Βρε προσταγές! Θαρρείς μ᾽ αυτά πως θα φανείς σπουδαίος;
ΧΟΡ. κι από το λόγο του νεαρού
να ᾽ναι ο δικός σου αλλιώτικος·
για υπόθεση πολύ τρανή
και σοβαρή θ᾽ αγωνιστείς·
πάει να σε βάλει κάτω αυτός·
κούφια να᾽ ν᾽ η ώρα που τ᾽ ακούει.
ΒΔΕ., παίρνοντας την πένα και το καλαμάρι που του έφερε ένας δούλος.
Θέλω σημείωση να κρατώ για κείνα που θα λέει.
ΦΙΛ., στο Χορό.
Και τί θα γίνει λέτε εσείς, αν τούτος με νικήσει;
540ΧΟΡ. Αχ τότε οι γέροι οι δύστυχοι,
να ξέρεις, θα εξευτελιστούν·
κορόιδα θα μας έχουνε
στους δρόμους και στα τρίστρατα·
και θα μας λεν ξεκούτηδες
και κούτες για δικόγραφα.
ΚΟΡ. Μπρος! Τη γλώσσα σου τρόχισε, φίλε, καλά,
κι η ψυχή σου ας γεμίσει με θάρρος·
στον αντίλογο αυτόν για συνήγορος πας
της δικής μας εσύ βασιλείας.
ΦΙΛ. Απ᾽ του λόγου μου ευθύς το ξεκίνημα εγώ
καθαρά θα το δείξω πως ότι
απ᾽ του κόσμου καμιά βασιλεία πιο μικρή
η εξουσία των ενόρκων δεν είναι.
550Πιο καλότυχο πλάσμα και πιο ζηλευτό
δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο
απ᾽ το γέρο προπάντων τον ένορκο. Τί
καλοπέραση! Κι όλοι τον τρέμουν!
Σαν ξυπνώ την αυγή και πηγαίνω γραμμή
να δικάσω, στα κάγκελ᾽ απέξω
με προσμένουν κάτι άντρες σπουδαίοι και τρανοί·
σα σιμώσω και πάω να περάσω,
μες στο χέρι μου νιώθω ένα χέρι απαλό,
που έχει κάμει βουτιά στο δημόσιο·
με κεφάλια σκυφτά, με ικεσίες· μια φωνή
που έχει πάρει κλαψιάρικο τόνο:
«Σε ικετεύω, σπλαχνίσου με, αν κάτι κι εσύ,
πατερούλη μου, σούφρωσες, όταν
ή σε θέση διορίστηκες ή στο στρατό
σιτιστή σε είχαν βάλει του λόχου.»
Από δίκη αν δεν είχε γλιτώσει και πριν,
ούτε θα ᾽ξερε καν πως υπάρχω.
ΒΔΕ. Ας σημειώσω λοιπόν πρώτα πρώτα γι᾽ αυτούς
που θρηνούν και γυρεύουνε χάρη.
560ΦΙΛ. Αφού τέτοιες λοιπόν ικεσίες το θυμό
από πάνω μου λίγο σφουγγίξουν,
μπαίνω μέσα· κι αμέσως ξεχνώ, κι απ᾽ αυτά
που τους έταξα ούτ᾽ ένα δεν κάνω·
στήνω μόνο τ᾽ αφτί κι όλο ακούω όσα λεν
την αθώωση ζητώντας οι δόλιοι.
Τί φωνές, πόσοι τόνοι, τί χάδια στ᾽ αφτιά
των ενόρκων και τί κολακείες!
Άλλοι κλαίνε τη φτώχεια τους· λεν τα δεινά
πὄχουν τωόντι, προσθέτουνε κι άλλα
κι αραδιάζουνε πίκρα στην πίκρα, ώσπου πια
τις δικές μου να φτάσουν στο ζύγι·
άλλοι μύθους σ᾽ εμάς ιστορούν, μερικοί
απ᾽ τον Αίσωπο κάτι θυμούνται·
άλλοι λένε ξυπνάδες κι αστεία, με σκοπό
να γελάσω, να σβήσει η οργή μου.
Των ενόρκων η γνώμη αν αλλάξει μ᾽ αυτά,
πάει καλά· μα αν κρατάει ο θυμός μας,
τα παιδιά τους μας φέρνουνε, κόρες και γιους,
απ᾽ το χέρι· κι εγώ πια τ᾽ ακούω·
570με σκυμμένα κεφάλια βελάζουν αυτά·
κι ο πατέρας τους, στ᾽ όνομα εκείνων,
σα θεό με ικετεύει και τρέμοντας «αχ,
δώσ᾽ μου» λέει «την αθώωση» και κλαίει·
των αρνιών η φωνούλα αν σ᾽ αρέσει, να, ακούς
του αγοριού τη φωνή και σπλαχνίσου·
γουρουνόπουλα αν πάλι ν᾽ ακούς προτιμάς,
στη λαλιά της κορούλας μου πείσου».
Κι εμείς τότε για κείνον της άγριας οργής
το στριφτάρι λασκάρουμε λίγο.
Πώς; Μεγάλη εξουσία δεν τα λες όλ᾽ αυτά,
περιγέλιο δεν είναι του πλούτου;
ΒΔΕ. Περιγέλιο του πλούτου λοιπόν· πάει καλά·
το σημειώνω για δεύτερο τούτο·
την Ελλάδα όπως είπες ορίζεις· λοιπόν
θύμισέ μου απ᾽ αυτό τί κερδίζεις.
ΦΙΛ. Απ᾽ τον έλεγχο οι νέοι σαν περνούν, τότ᾽ εμείς
ένα θέαμα χαιρόμαστε ωραίο.
Είναι υπόδικος ένας θεατρίνος; Αυτός
δε γλιτώνει κι αθώωση δεν παίρνει,
580αν της Νιόβης το πιο όμορφο μέρος για μας
δε διαλέξει και δεν το απαγγείλει.
Ένας πάλι αν κερδίσει τη δίκη αυλητής,
αμοιβή στους ενόρκους θα δώσει:
σα σκολαίνουν αυτοί και στο σπίτι τους παν,
απαλή μελωδία θα τους παίξει.
Αν πεθαίνοντας ένας ορίσει σε ποιόν
θα δοθεί η πλούσια κόρη κι η προίκα,
στη διαθήκη του λέμε «δεν πας στο καλό;»
το ίδιο λέμε στην κέρινη βούλα
που ᾽χει βάλει από πάνω και επίσημα —πώς!—
με κοχύλι την έχει σκεπάσει,
και τη νύφη τη δίνουμε σ᾽ όποιον θα ᾽ρθει
με γλυκόλογα ωραία να μας πείσει.
Και δεν έχουμε λόγο να δώσουμ᾽ εμείς
για όλ᾽ αυτά· μόνοι εμείς μες στο κράτος.
|