Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (526-587)


ΧΟ. νῦν σέ, τὸν ἐκ θἠμετέρου [στρ.]
γυμνασίου λέγειν τι δεῖ
καινόν, ὅπως φανήσει—
ΒΔ.ἐνεγκάτω μοι δεῦρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα.
530 ΦΙ. ἀτὰρ φανεῖ ποῖός τις ὤν, ἢν ταῦτα παρακελεύῃ;
ΧΟ. μὴ κατὰ τὸν νεανίαν
τόνδε λέγειν. ὁρᾷς γὰρ ὥς
σοι μέγας ἐστὶν ἁγὼν
καὶ περὶ τῶν ἁπάντων,
535 εἴπερ —ὃ μὴ γένοιθ᾽— οὗ-
τός ‹σ᾽› ἐθέλει κρατῆσαι.
ΒΔ. καὶ μὴν ὅσ᾽ ἂν λέξῃ γ᾽ ἁπλῶς μνημόσυνα γράψομαι ᾽γώ.
ΦΙ. τί γάρ, φαθ᾽ ὑμεῖς, ἢν ὁδί με τῷ λόγῳ κρατήσῃ;
540 ΧΟ. οὐκέτι πρεσβυτῶν ὄχλος
χρήσιμός ἐστ᾽ οὐδ᾽ ἀκαρῆ·
σκωπτόμενοι δ᾽ ἂν ‹αὐτίκ᾽› ἐν
ταῖσιν ὁδοῖς ἁπάσαις
θαλλοφόροι καλοίμεθ᾽, ἀντ-
545 ωμοσιῶν κελύφη.
ἀλλ᾽ ὦ περὶ τῆς πάσης μέλλων βασιλείας ἀντιλογήσειν
τῆς ἡμετέρας, νυνὶ θαρρῶν πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε.
ΦΙ. καὶ μὴν εὐθύς γ᾽ ἀπὸ βαλβίδων περὶ τῆς ἀρχῆς ἀποδείξω
τῆς ἡμετέρας ὡς οὐδεμιᾶς ἥττων ἐστὶν βασιλείας.
550 τί γὰρ εὔδαιμον καὶ μακαριστὸν μᾶλλον νῦν ἐστι δικαστοῦ,
ἢ τρυφερώτερον ἢ δεινότερον ζῷον, καὶ ταῦτα γέροντος;
ὃν πρῶτα μὲν ἕρποντ᾽ ἐξ εὐνῆς τηροῦσ᾽ ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις
ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις· κἄπειτ᾽ εὐθὺς προσιόντι
ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ᾽ ἁπαλὴν τῶν δημοσίων κεκλοφυῖαν·
555 ἱκετεύουσίν θ᾽ ὑποκύπτοντες τὴν φωνὴν οἰκτροχοοῦντες·
«οἴκτιρόν μ᾽, ὦ πάτερ, αἰτοῦμαί σ᾽, εἰ καὐτὸς πώποθ᾽ ὑφείλου
ἀρχὴν ἄρξας ἢ ᾽πὶ στρατιᾶς τοῖς ξυσσίτοις ἀγοράζων·»
ὃς ἔμ᾽ οὐδ᾽ ἂν ζῶντ᾽ ᾔδειν, εἰ μὴ διὰ τὴν προτέραν ἀπόφευξιν.
ΒΔ. τουτὶ περὶ τῶν ἀντιβολούντων ἔστω τὸ μνημόσυνόν μοι.
560 ΦΙ. εἶτ᾽ εἰσελθὼν ἀντιβοληθεὶς καὶ τὴν ὀργὴν ἀπομορχθεὶς
ἔνδον τούτων ὧν ἂν φάσκω πάντων οὐδὲν πεπόηκα,
ἀλλ᾽ ἀκροῶμαι πάσας φωνὰς ἱέντων εἰς ἀπόφευξιν.
φέρ᾽ ἴδω, τί γὰρ οὐκ ἔστιν ἀκοῦσαι θώπευμ᾽ ἐνταῦθα δικαστῇ;
οἱ μέν γ᾽ ἀποκλάονται πενίαν αὑτῶν καὶ προστιθέασιν
565 κακὰ πρὸς τοῖς οὖσιν, ἕως ἀνιῶν ἂν ἰσώσῃ τοῖσιν ἐμοῖσιν·
οἱ δὲ λέγουσιν μύθους ἡμῖν, οἱ δ᾽ Αἰσώπου τι γέλοιον·
οἱ δὲ σκώπτουσ᾽, ἵν᾽ ἐγὼ γελάσω καὶ τὸν θυμὸν καταθῶμαι.
κἂν μὴ τούτοις ἀναπειθώμεσθα, τὰ παιδάρι᾽ εὐθὺς ἀνέλκει
τὰς θηλείας καὶ τοὺς υἱεῖς τῆς χειρός, ἐγὼ δ᾽ ἀκροῶμαι·
570 τὰ δὲ συγκύψαντ᾽ ἀμβληχᾶται· κἄπειθ᾽ ὁ πατὴρ ὑπὲρ αὐτῶν
ὥσπερ θεὸν ἀντιβολεῖ με τρέμων τῆς εὐθύνης ἀπολῦσαι,
«εἰ μὲν χαίρεις ἀρνὸς φωνῇ, παιδὸς φωνὴν ἐλεήσας,»
εἰ δ᾽ αὖ τοῖς χοιριδίοις χαίρω, θυγατρὸς φωνῇ με πιθέσθαι.
χἠμεῖς αὐτῷ τότε τῆς ὀργῆς ὀλίγον τὸν κόλλοπ᾽ ἀνεῖμεν.
575 ἆρ᾽ οὐ μεγάλη τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου καταχήνη;
ΒΔ. δεύτερον αὖ σου τουτὶ γράφομαι, τὴν τοῦ πλούτου καταχήνην·
καὶ τἀγαθά μοι μέμνησ᾽ ἅχεις φάσκων τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν.
ΦΙ. παίδων τοίνυν δοκιμαζομένων αἰδοῖα πάρεστι θεᾶσθαι.
κἂν Οἴαγρος εἰσέλθῃ φεύγων, οὐκ ἀποφεύγει πρὶν ἂν ἡμῖν
580 ἐκ τῆς Νιόβης εἴπῃ ῥῆσιν τὴν καλλίστην ἀπολέξας.
κἂν αὐλητής γε δίκην νικᾷ, ταύτης ἡμῖν ἐπίχειρα
ἐν φορβειᾷ τοῖσι δικασταῖς ἔξοδον ηὔλησ᾽ ἀπιοῦσιν.
κἂν ἀποθνῄσκων ὁ πατήρ τῳ δῷ καταλείπων παῖδ᾽ ἐπίκληρον,
κλάειν ἡμεῖς μακρὰ τὴν κεφαλὴν εἰπόντες τῇ διαθήκῃ
585 καὶ τῇ κόγχῃ τῇ πάνυ σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπούσῃ,
ἔδομεν ταύτην ὅστις ἂν ἡμᾶς ἀντιβολήσας ἀναπείσῃ.
καὶ ταῦτ᾽ ἀνυπεύθυνοι δρῶμεν· τῶν δ᾽ ἄλλων οὐδεμί᾽ ἀρχή.


ΧΟΡ., στο Φιλοκλέωνα.
Συναθλητή και φίλε μας,
κάτι καινούριο κοίταξε,
κάτι πρωτότυπο να πεις...
ΒΔΕ., διακόπτοντας το Χορό.
Πένα και καλαμάρι ευθύς γιά φέρτε μου από μέσα.
530ΦΙΛ. Βρε προσταγές! Θαρρείς μ᾽ αυτά πως θα φανείς σπουδαίος;
ΧΟΡ. κι από το λόγο του νεαρού
να ᾽ναι ο δικός σου αλλιώτικος·
για υπόθεση πολύ τρανή
και σοβαρή θ᾽ αγωνιστείς·
πάει να σε βάλει κάτω αυτός·
κούφια να᾽ ν᾽ η ώρα που τ᾽ ακούει.
ΒΔΕ., παίρνοντας την πένα και το καλαμάρι που του έφερε ένας δούλος.
Θέλω σημείωση να κρατώ για κείνα που θα λέει.
ΦΙΛ., στο Χορό.
Και τί θα γίνει λέτε εσείς, αν τούτος με νικήσει;
540ΧΟΡ. Αχ τότε οι γέροι οι δύστυχοι,
να ξέρεις, θα εξευτελιστούν·
κορόιδα θα μας έχουνε
στους δρόμους και στα τρίστρατα·
και θα μας λεν ξεκούτηδες
και κούτες για δικόγραφα.
ΚΟΡ. Μπρος! Τη γλώσσα σου τρόχισε, φίλε, καλά,
κι η ψυχή σου ας γεμίσει με θάρρος·
στον αντίλογο αυτόν για συνήγορος πας
της δικής μας εσύ βασιλείας.
ΦΙΛ. Απ᾽ του λόγου μου ευθύς το ξεκίνημα εγώ
καθαρά θα το δείξω πως ότι
απ᾽ του κόσμου καμιά βασιλεία πιο μικρή
η εξουσία των ενόρκων δεν είναι.
550Πιο καλότυχο πλάσμα και πιο ζηλευτό
δεν υπάρχει σε τούτο τον κόσμο
απ᾽ το γέρο προπάντων τον ένορκο. Τί
καλοπέραση! Κι όλοι τον τρέμουν!
Σαν ξυπνώ την αυγή και πηγαίνω γραμμή
να δικάσω, στα κάγκελ᾽ απέξω
με προσμένουν κάτι άντρες σπουδαίοι και τρανοί·
σα σιμώσω και πάω να περάσω,
μες στο χέρι μου νιώθω ένα χέρι απαλό,
που έχει κάμει βουτιά στο δημόσιο·
με κεφάλια σκυφτά, με ικεσίες· μια φωνή
που έχει πάρει κλαψιάρικο τόνο:
«Σε ικετεύω, σπλαχνίσου με, αν κάτι κι εσύ,
πατερούλη μου, σούφρωσες, όταν
ή σε θέση διορίστηκες ή στο στρατό
σιτιστή σε είχαν βάλει του λόχου.»
Από δίκη αν δεν είχε γλιτώσει και πριν,
ούτε θα ᾽ξερε καν πως υπάρχω.
ΒΔΕ. Ας σημειώσω λοιπόν πρώτα πρώτα γι᾽ αυτούς
που θρηνούν και γυρεύουνε χάρη.
560ΦΙΛ. Αφού τέτοιες λοιπόν ικεσίες το θυμό
από πάνω μου λίγο σφουγγίξουν,
μπαίνω μέσα· κι αμέσως ξεχνώ, κι απ᾽ αυτά
που τους έταξα ούτ᾽ ένα δεν κάνω·
στήνω μόνο τ᾽ αφτί κι όλο ακούω όσα λεν
την αθώωση ζητώντας οι δόλιοι.
Τί φωνές, πόσοι τόνοι, τί χάδια στ᾽ αφτιά
των ενόρκων και τί κολακείες!
Άλλοι κλαίνε τη φτώχεια τους· λεν τα δεινά
πὄχουν τωόντι, προσθέτουνε κι άλλα
κι αραδιάζουνε πίκρα στην πίκρα, ώσπου πια
τις δικές μου να φτάσουν στο ζύγι·
άλλοι μύθους σ᾽ εμάς ιστορούν, μερικοί
απ᾽ τον Αίσωπο κάτι θυμούνται·
άλλοι λένε ξυπνάδες κι αστεία, με σκοπό
να γελάσω, να σβήσει η οργή μου.
Των ενόρκων η γνώμη αν αλλάξει μ᾽ αυτά,
πάει καλά· μα αν κρατάει ο θυμός μας,
τα παιδιά τους μας φέρνουνε, κόρες και γιους,
απ᾽ το χέρι· κι εγώ πια τ᾽ ακούω·
570με σκυμμένα κεφάλια βελάζουν αυτά·
κι ο πατέρας τους, στ᾽ όνομα εκείνων,
σα θεό με ικετεύει και τρέμοντας «αχ,
δώσ᾽ μου» λέει «την αθώωση» και κλαίει·
των αρνιών η φωνούλα αν σ᾽ αρέσει, να, ακούς
του αγοριού τη φωνή και σπλαχνίσου·
γουρουνόπουλα αν πάλι ν᾽ ακούς προτιμάς,
στη λαλιά της κορούλας μου πείσου».
Κι εμείς τότε για κείνον της άγριας οργής
το στριφτάρι λασκάρουμε λίγο.
Πώς; Μεγάλη εξουσία δεν τα λες όλ᾽ αυτά,
περιγέλιο δεν είναι του πλούτου;
ΒΔΕ. Περιγέλιο του πλούτου λοιπόν· πάει καλά·
το σημειώνω για δεύτερο τούτο·
την Ελλάδα όπως είπες ορίζεις· λοιπόν
θύμισέ μου απ᾽ αυτό τί κερδίζεις.
ΦΙΛ. Απ᾽ τον έλεγχο οι νέοι σαν περνούν, τότ᾽ εμείς
ένα θέαμα χαιρόμαστε ωραίο.
Είναι υπόδικος ένας θεατρίνος; Αυτός
δε γλιτώνει κι αθώωση δεν παίρνει,
580αν της Νιόβης το πιο όμορφο μέρος για μας
δε διαλέξει και δεν το απαγγείλει.
Ένας πάλι αν κερδίσει τη δίκη αυλητής,
αμοιβή στους ενόρκους θα δώσει:
σα σκολαίνουν αυτοί και στο σπίτι τους παν,
απαλή μελωδία θα τους παίξει.
Αν πεθαίνοντας ένας ορίσει σε ποιόν
θα δοθεί η πλούσια κόρη κι η προίκα,
στη διαθήκη του λέμε «δεν πας στο καλό;»
το ίδιο λέμε στην κέρινη βούλα
που ᾽χει βάλει από πάνω και επίσημα —πώς!—
με κοχύλι την έχει σκεπάσει,
και τη νύφη τη δίνουμε σ᾽ όποιον θα ᾽ρθει
με γλυκόλογα ωραία να μας πείσει.
Και δεν έχουμε λόγο να δώσουμ᾽ εμείς
για όλ᾽ αυτά· μόνοι εμείς μες στο κράτος.